Εγώ, όταν θα μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέβρης, έλεγε ο Αύγουστος.
Πόσο που μ’ έβλαψε το κλίμα αυτής της πόλης. Λέει ο γιατρός… μα ό,τι να κάνεις κάθε μέρα συναντάς την κυλιόμενη απελπισία της Ομόνοιας και τα ικετήρια βλέμματα των κιναίδων…
Κορίτσι-εξουσία του λεωφορείου μέσα στο βράδυ κάθεσαι πλάι μου όπως ξανθό άνθος πίσω από φράχτην όπως άστρο που περπατάει στον κόρφο μου κι όμως μου λέει: Θα φύγω.
Πόσο μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ανθρώπους ν’ ανεβαίνουν με τ’ ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα
Εν πρώτοις μόλις κατεβής εκ του σιδηροδρόμου, ευρίσκεσαι απέναντι βαθείας υπονόμου. Αλλά καθόσουν προχωρείς ο δρόμος μεγαλώνει και σε κυττάζουν βλοσυρώς και άνθρωποι και όνοι.
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας όπως εδώ στην άνομη πόλη…
Χλωμιάσανε τη νύχτα οι γλαυκές στήλες του ναού αλλ’ άσκοπα υψώνουν το λαβωμένο ανάστημά τους σε ουρανούς απρόσιτους
Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…
Ταράτσες με ραγισμένες μαλτεζόπλακες ρουφώντας τη βροχή πλυσταριά χαμηλοτάβανα γούρνες με παλιές καπελιέρες και στοίβες περιοδικά μπρούτζινες βρύσες λιωμένο σαπούνι της μπουγάδας
«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως τα γεγονότα που ήκουσε με δέος η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…» «…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες… κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες… γυναίκα…» «…υπερτερεί…
Δὲ σὲ σκεπάζει, ὦ Ἀττική, βαρειὰ χλαμύδα, ἐσένα Τὸ δάσος τὸ βαθήσκιωτο. Γυμνὰ τὰ θεῖα σου μέλη, Μαστοί, λαγόνες γλαφυρές, σφυρά, κάλλη γραμμένα. Καὶ στάζει ἀπὸ τὰ χείλη σου τοῦ…
Έρχομαι ήσυχα ήσυχα φεύγω Είμαι μέσα στο βιαστικό πλήθος της πλατείας του Κάνινγκ Ο ύπνος μου εξουθενώνει το μυαλό δεν είχα ποτέ ανάγκη από ξεκούραση κι από υφασμένα στερεότυπα: το…
Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας την Τρίτη 21 Μαΐου του 78 πως ήταν αλκοολικός. Περνούσε λέει άμα νύχτωνε από όλα τα μπαρ της Αθήνας…
Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη. Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι. Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ…
Ξύπνησες με την επιθυμία να σκοτώσεις. Γευόμενος την ευωδιά των κρίνων. Τα μάτια σου οι φύλακες της αθωότητας σου. Οι ελπίδες σου τα λιγοστά εντελβάϊς.