Ω ΓΗ της Αττικής Αγαπώ τις πολυκατοικίες σου πιό πολύ απ’ τον Παρθενώνα. Χωρίς αυτές ούτε που θα σας είχα δει Άσπρες ζεστές κολόνες από δάκρυα.
Νύχτα κι ένα φαγάδικο δεν κλείνει μάτι εδώ και κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια.
Γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της Γίναμε άρρωστοι απ’ αυτήνα όλοι Ψυχομαμά που σκοτώνει τ’ αγόρια της Είναι παράξενη αυτή η πόλη…
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως το ανθρώπινο είδος ανήκει εξολοκλήρου στα κτήνη.
Ω να λευτερωθώ γράφοντας σ’ όλους τους δρόμους εμπρηστικά τετράστιχα γεμίζοντας όλους τους τοίχους με ποίηση παραληρούσα ένα ακαθοδήγητο αντάρτικο. Λευτέρης Πούλιος, Βρυχηθμός Τη λάμψη καμένων άστρων Για μάτια…
«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» / Lefteris Poulios, ‘An American Bar in Athens’ (1971)
Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά.
Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών δεν αποκρίνεται κανείς. Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Να λοιπόν που έφερα τη ζωή μου ως εδώ Σε τούτο το λιασμένο θερινό καταμεσήμερο Το τι θα κάνω τώρα, δεν το ξέρω.
Τι τάχα να γυρεύω σε τούτη τη ζωή; Τα πιο σπουδαία πράγματα άλλοι τα ‘χουν κάνει Η ιστορία δε στάθηκε γενναιόδωρη σ’ εμάς Μονάχοι πορευόμαστε στην αγωνία του αύριο Χωρίς…
Το σπίτι μου όπως και το δικό σας μπαίνει στα σπίτια των άλλων ανθρώπων έτσι στενοί πού είναι οι δρόμοι έτσι πολλοί πού είναι οι άνθρωποι.
Για κάτι τέτοιες εικόνες είναι που αγαπώ την πόλη.
Απόψε συνδέω τις μνήμες αγώγιμα δένω τις λέξεις με σύρματα αμελητέας αντίστασης.
Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα. Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα, και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει.
Περιμένοντας στη βροχή καταλαβαίνω καλύτερα τα λόγια που είχα προσπεράσει με τον φόβο μη βραχώ απο τον θυμό σου.