Στα δρομάκια του συνοικισμού μας
αναστήθηκε χτες ο Χριστός.
Άξαφνα,
τον είδαμε να περπατάει δίπλα μας.
Παρά τρίχα να μην τον πάρουμε είδηση,
τόσο πολύ σού έμοιαζε, αδερφέ μου,
τόσο πολύ τού έμοιαζες, αδερφέ μου.
Αυτός δεν συλλογίστηκε την μπόχα.
Αυτός δεν συλλογίστηκε τις λάσπες, το σκουπιδαριό.
Αυτός δεν συλλογίστηκε τους φαρισαίους
που θα κουτσομπολέψουν αύριο
πως βρήκε δα τόπο για ν’ αναστηθεί.
Μονάχα συλλογίστηκε
πως είναι καρδιές κι εδώ,
στη Δραπετσώνα μας,
πως είναι μια καρδιά η Δραπετσώνα ολάκερη,
μια καρδιά βασανισμένη
σαν τη δικιά του.
Αντώνης Σαμαράκης, «Ο Χριστός αναστήθηκε στη Δραπετσώνα», 1951.