Φοβάμαι τη σημαία σας, πατέρες,
τα εμβλήματα στη φονική σας χλαίνη,
κομήτες, μισοφέγγαρα κι αστέρες·
το φθόνο σας που απόκοσμα βαθαίνει
και πυρπολεί τους άναρχους αιθέρες,
το χέρι σας στο σχήμα του πολέμου
κι ό,τι σκιρτά στην ιαχή «λαέ μου».
Πλατεία Ομονοίας, κι έχει δύσει
ο ήλιος των ανθρώπων· απ’ τα βύθη
μιας πόλης που κι αυτός θα τη μισήσει
ξεπρόβαλε, εθελοντής στη λήθη,
ο πρόσφυγας του Πόντου, να ρωτήσει
απρόσιτους διαβάτες, Αθηναίους,
ονόματα των δρόμων και του κλέους.
Σε καφενεία Αλβανών κι Αράβων,
σε ξένη θαλπωρή καταποντίζει
μια νοσταλγία μακρινή των κάβων,
μια πρότερη ζωή που δεν αξίζει·
ο ύπνος ο ανέραστος των σκλάβων,
μπροστά σε κάποια πρόστυχην οθόνη,
σαν άγνωστο θεό τον βαλσαμώνει.
Διονύσης Καψάλης, Υπό Κλίμακα, 1991 (απόσπασμα).
Featured Image: http://alef79.tumblr.com/