Είδα και είδα
θησαυρούς από κόκαλα:
σωρούς κατάλευκους
και μια στούπα χορτάρι
κι ας έβρεχε.
Κυλούσε ο Ηριδανός
σε λάστιχα ποτίσματος
κι αλλού
ντιζελομηχανές αντλούσαν βούρκο
από αρχαίες τρύπες.
Κομμάτια τα θεμέλια,
διάσπαρτα,
κι ο φύλακας
με κοίταζε μέσα από μπλε κουστούμι:
– Τι θέλει αυτός καταμεσήμερο μες στη βροχή;
Μα ένιωθα Έλληνας
κι αν όχι αυτού του δήμου:
ένιωθα θνητός
και άκουγα
από μακριά τους ποιητές να καταφθάνουν
την κλίνη αυτοί σηκώνοντας
των αφανών –
νερό έτρεχε
μέσα απ’ τα χέρια μου.
Γιώργος Καρτάκης, «Κεραμεικός», Διασπορά (Γαβριηλίδης, 2015).
Featured Image: Kerameikos, Athens © Stephania Dapolla