Να φτάνεις ώς το 2002
μ’ ένα κοστούμι μόδας του ’30.
Να λες του μεγαλόσχημου ήλιου: «Πάντα
μου αρκεί να δύω».
Να ’ρθείς στην γκρίζα χώρα του Σημίτη,
που ένα τραπέζης κάλπικο βιβλιάριο
θ’ αλλάξεις με μισθό, τζόκερ, ωράριο,
T.V. και σπίτι.
Μ’ αλκοόλ και νύχτα, μπάτσους κι ηρωίνη,
τ’ αδέλφια σου ενοικούν πλατεία Βάθης.
Σπεύσε το δίδαγμά σου να τους μάθεις.
Οργή κι οδύνη.
Τινάζεις απ’ τα ρούχα σου στου «Φλόκα»
άμμο απ’ τους σύσκιους δρόμους της Πρεβέζης.
Με τον Μαύρο μονότονα να παίζεις
πικέτο ή πόκα.
Περιστερές φρουρούν το Παρλιαμέντο.
Φλάσαρε ν’ ανεβείς στο Κολωνάκι.
Ίσκιος με ίσκιους θα πιεις σε λιγάκι
φαρμάκι φρέντο.
Και στην Δεξαμενή ως δεις ν’ απλώνει
του κυρ Αλέξανδρου ο επενδύτης,
θα τυλιχτείς πρηνής, θύμα και θύτης,
λευκό σεντόνι.
Να μπεις απλός πελάτης στην «Εστία»
κι όπως θ’ ακούς μεταμοντέρνους ήχους
να ψιθυρίσεις δυο δικούς σου στίχους,
έτσι στ’ αστεία.
Χλομούς δαίμονες βλέπεις υπεράνω
και στα έγκατα πύρινους ανθρώπους.
Ξέρεις να με πονάς με χίλιους τρόπους,
πριν καν πεθάνω.
Να ’χουνε σβήσει γύρω σου όλες κι όλοι,
δίχως να ονειρευτούν πράσινα δάση.
Ο θάνατος, μοιραίως, τους υφαρπάσσει
μ’ άδειο πιστόλι.
Κι αν παίξεις με τις κάργες, σαν παιδάκι,
στα κεραμίδια άφωνη μια λύρα,
ίσως συμμεριστείς εκ νέου, την μοίρα
του Καρυωτάκη.
Ηλίας Λάγιος, «Πρωτοχρονιά», Νέα Εστία, τχ. 1741, Ιανουάριος 2002.
Περισσότερος Ηλίας Λάγιος εδώ.
Feature photo: http://www.fanzines.gr