Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κιτρινωπό χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει την ημέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν. Ο Χρήστος μ’ ένα καδρόνι στα χέρια κράταγε μακριά καμιά εικοσαριά απ’ αυτούς, ο Χάρης ο γίγαντας μ’ ένα διαφημιστικό πλακάτ, ξηλωμένο από κάπου εκεί γύρω τους απωθούσε όλους μαζί. Και κάθε νύχτα καιγότανε η πλατεία με τα μεθύσια, τις ξέφρενες συζητήσεις, τις ασυναρτησίες, τους έρωτες, τις φωνές, τους τσακωμούς, τους ντενεκέδες των σκουπιδιών που κυλάγανε στην κατηφοριά, τα άδεια μπουκάλια που σπάγανε με εκκωφαντικό θόρυβο στους τοίχους των κοιμισμένων πολυκατοικιών, τα εκατό που φτάνανε και κάνανε απειλητικούς κύκλους σαν καρχαρίες γύρω στην πλατεία, κοιτάζοντας προκλητικά κι εκείνοι κι εμείς, ένα παιχνίδι με κλέφτες και αστυνόμους.
απόσπασμα από: Τέος Ρόμβος, «Σ’ όλους αυτούς που ξεπήδησαν από το τίποτα και χάνονται στο πουθενά», Τρία φεγγάρια στην πλατεία (Διηγήματα) (Α΄ έκδοση: Ο Σκύλος που κλαίει, 1985, Β΄ έκδοση: Απόπειρα, 1987, Γ΄ έκδοση: Γόρδιος, 1993, Δ΄ έκδοση: Βιβλιοπέλαγος, 2009).
Βρείτε το έργο του Ρόμβου στην ιστοσελίδα https://romvos.wordpress.com/
1 Σχόλιο