Τούτη η μέρα που πετάχτηκε απ’ την κερκίδα του ορίζοντα
σαν μια ξανθή ιαχή
σηκώνοντας στον ώμο της σαν δροσερό σακκίδιο
την πατημένη μας ελπίδα
μας έφερνε μέσα απ’ τα καθημερινά δρομολόγια του ψωμιού
στους χαμηλούς λόφους και στα γήπεδα του ξεχασμένου αέρα.
Ο ουρανός πνιγότανε μέσα στο ίδιο του το μπλε
το τιναγμένο πάνω από το κάτασπρο καψούλι του Παρθενώνα
αναίτια χαρισμένο στα καθρεφτάκια των ανθρώπων
ασύγχυτο με το πράσινο και τα φωνηεντόληκτα βουνά.
Πιο κάτω από τους ανθρώπους υπήρχαν οι ανάγκες τους
κουρελιασμένες εφημερίδες πλαστικά μπουκάλια χαρτοπετσέτες
καρφιτσωμένα στους θάμνους παρατημένα πεταμένα
για το χατήρι της άλλης ασίγαστης ανάγκης
που υψώνει μέσα στον πυθμένα του γαλάζιου τους χαρταετούς.
Μέσα απ’ το σκόρπισμα ανέβαινε η μπερδεμένη σάλπιγγα της μουσικής
σε τούφες ξαφνικές από τα κασετόφωνα και τα τρανζίστορς
και στα μεγάλα ξέφωτα οι όμιλοι των χορευτών:
μια τράπουλα από συσκοτισμένα πρόσωπα
από κεφάλια ηπειρώτικα με το καπέλο του σερίφη
πρόσωπα ντοκουμέντα της μικροαστικής καταστροφής
ανάμεσα σε πρόσωπα που αντιστέκονται
σε πρόσωπα αγκαλιές βαστώντας τα παιδιά τους
καθώς ζεστά κομμάτια μέλλον.
Γιάννης Πατίλης, «Κούλουμα 1977», Υπέρ των Καρπών (1977)
feature photo: Σπύρος Βασιλείου, Το τραπεζάκι της Καθαράς Δευτέρας (1950)