Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.
Έχασες την ομπρέλα σου τα πόδια σου
Η γλάστρα στο κεφάλι έπεσε σ’ ένα γλάρο
Που εκσφενδονίστηκε στο πεζοδρόμιο
Κάτω από τις μπουτίκ με τα γυναίκεια εσώρουχα
Κάτω από τον ουρανό
Ωραία αστέρια αυτοκίνητα
Και θα μιλήσω για το σύμπαν
Στην οδό Θεμιστοκλέους
Που περνάν οι νεκροί
Τριαντάφυλλα στα μπαλκόνια
Να μου φιλήσεις τη ποίηση
Γιατί δεν αντέχω άλλο
Κορμί από καράβι
Που εκσφενδονίστηκε ο γλάρος
Κι εσύ μιλάς
Τι θεια ουράνια
Τα ερπετά στις άμμους
Που γέμισε από κροκόδειλους
Στην οδό Θεμιστοκλέους
Για την μεγάλη άμμο
Για κοκτέιλ με αίμα
Να μη μιλάς
Γιατί τα δόντια σου
Φοβίζουν τ’ άστρα
Έχασες την ομπρέλα σου
Άλλος δρόμος κι εσύ μιλάς
Τη γλώσσα σου τη σέρνει το κύμα στη παραλία
Και η ομπρέλα σου έγινε μπαστούνι
Τώρα θα βρέξει από το χώμα
Και θα γεμίσουνε τα πόδια μας βροχή
Και το κεφάλι μας θα το σκεπάζει ο ήλιος
Μηνίσκος το μισοφέγγαρο
Αχνό μες στην ανάσα μας
Στους Διόσκουρους μιλάς για την ακρόπολη
Μια περιπολία ξένων
Λιώνουν τα παγάκια στο κεφάλι μας
Χτυπάν οι καμπάνες τον εσπερινό
Έναν νεκρό κατεβάζουν από τη πολυκατοικία
Κάποιος τρελός κατουράει μια γλάστρα
Στη Σόλωνος περνάνε τα ταξι
Από το Κολωνάκι κατεβαίνουν
Διαβαίνουν τη πλαζ των Εξαρχείων
Κοδριγκτώνος και μετά Μελετίου
Ποιο τρίτο μπαλκόνι ρωτά ο ταξιτζής
Εκεί που βρέχει το λάστιχο τους παρείσακτους
Κι η πόρτα ανοίγει μ’ ένα κλειδί όσο η πόρτα
Και γέμισαν τα πόδια μας βροχή
Και φύτρωσε βροχή στο κεφάλι μας
Ήθελα να πω γλάστρα
Και δεν μιλαγες
Γιατί πέρναγε μαζί
Νοσοκομειακό και περιπολικό
Νότης Γέροντας, «Η Τελευταία Ωδή»
Photo link: http://perastikos.blogspot.gr