Νύχτα κι ένα φαγάδικο δεν κλείνει μάτι εδώ
και κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια.
Δεν ξέρω βέβαια τις σας λένε για φαλτσέτες
που όλο λαγοκοιμούνται μέσ’ από την κάλτσα
ή για λυγμό του τακουνιού της σαν ραγίζει
σε κλάμα κράκ η ζωή της στα πλακάκια
για τα φερμουάρ γυαλίζοντας στο μάτι προσκυνήματα
ή όταν μπουκάρει ξαφνικά ραγδαίο μαλλί και λάμπει
η λίγδα σαν στιλέτο που βαριανασαίνει∙
όμως στο βάθος σ’ ένα τραπεζάκι
πριν να φέξει
τους ευλογεί ο Ιησούς και μυστικά
πετούν πάνω απ’ τα κύματα
φουρτουνιασμένης θάλασσας πατσάδων
αθώοι ψαράδες στης οδού Αθηνάς το χάραμα.
Γιάννης Βαρβέρης, «Κεντρική Αγορά», Ο θάνατος το στρώνει, ύψιλον, 1986.