κάθοδος

κάθοδος

κάθοδος 400 300 Athens in a poem

Κατεβαίναμε, ολοένα κατεβαίναμε, σ’ ένα στενάχωρο ασανσέρ, ανάμεσα σε δυο παπάδες που πήγαιναν επίσκεψη μ’ ένα κουτί πικρά σοκολατάκια.

Λέγαμε ιστορίες να κρατηθούμε ξάγρυπνοι, με τον ανατολίτη πρωτομάστορη που βίδωνε λαγήνια στα κεφάλια των γυναικών για να τις κάνει να ψηλώσουν.

Έτσι και κλείναμε τα μάτια, η μορφή του απελάτη, αξύριστη, χνούδιαζε τον ύπνο μας, και πίσω απ’ την παλιά στρατώνα, η Ευανθία κατέβαινε στην κρύπτη, ξιπόλητη, με μια αγκαλιά θυμάρι και τις τσέπες γεμάτες σταγάλια. Έλεγε, αν με χάσετε, θα είμαι στο τελευταίο βαγόνι με τα καπνά της Ξάνθης,

γιατί ήμασταν πολύ στριμωγμένοι, βρώμαγε κιόλα βραστή πατάτα· μαθαίναμε παιχνίδια με σπάγκο στα δάχτυλα, και ξεχασμένες κουβέντες, καλό ξημέρωμα, ή ο Θεός μαζί σου.

Οι άλλοι στις πολυκατοικίες διορθώνανε τα υδραυλικά τους· το φαΐ είναι μπόλικο, γράφανε μόνο. Ο ποιητής έπαιζε τη μαγεμένη βασιλοπούλα, που έκλεβε διαμαντικά από τη γέμιση της χήνας και τα ‘δινε στους υπηρέτες, να τους κλείσει το στόμα.

Εκείνοι πήγανε κρυφά και λύσαν τ’ άλογα και τους μικρούς υπαίθριους καφενέδες. Κόσμος πήρε τους δρόμους, και στα μεγάφωνα το τραγούδι της Αντριάνας, που δούλευε τριάντα χρόνια στο υφαντουργείο, με το βιβλιάριο στη τζελατίνα· όταν πέθανε, έβγαζε κλωστή απ’ το στόμα, όπως οι θαυματοποιοί στα πανηγύρια.

Χτυπάγαμε τις πόρτες να μας βγάλουνε· οι παπάδες μας παίρναν μέτρα μ’ ένα κουβάρι σπάγκο, μας μπουκώνανε χούφτες αντίδωρο να μη φωνάζουμε.

Γίνηκε τότε σα να πέρναγε μια Μακεδόνα ως εκεί πάνου, που ‘χει τα ρούχα της, κι ένα καλάθι αμπελόφυλλα στον ώμο, κι ο τόπος μύρισε άξαφνα σφαγμένα κρέατα.

Μετά βγήκε ένα αυτοκίνητο με χωνί, και φώναξε πως σκοτώσανε το δράκο.

Τζένη Μαστοράκη, «Κάθοδος», από τη συλλογή Το Σοϊ (Κέδρος, 1978)

 

Υ.Γ. Η ποίησή της είναι αστική, το τοπίο της συνίσταται ως τέτοιο, η εικονοποιία της δεν είναι απλά μιας τάξεως εικαστικής, μα μιας πρόθεσης ποιητικής, ειλικρινούς, να συνοψισθεί η ιστορία τούτου του τόπου μες στα όρια των πεζολογικών της αναφορών. Μιλούμε για την «Κάθοδο», το ποίημα της συλλογής «Σόϊ», με το οποίο θαρρείς και αποκαλύπτεται η, ας πούμε, «ελληνική» κατεύθυνση μες σε εκείνους τους καιρούς. Με πόση οικονομία η Μαστοράκη εδώ εκτυλίσσει το ελληνικό δράμα του μεσοπολέμου, τη διαφυγή προς τα αστικά κέντρα, τη συναισθηματική φόρτιση, τη νοσταλγία για τις περιφρονημένες πατρίδες, την αγωνία, με την οποία οι άνθρωποι κόπιασαν να σταθούν στο ύψος των καιρών τους, τη λύπη για το όνειρο που συντηρήθηκε μόνο ως όνειρο ακυρωμένο. Η Μαστοράκη περιγράφει την ελληνική πραγματικότητα, τους θεσμούς της, την τρυφερότητα με την οποία η εκκλησία προσεγγίζει την ανθρώπινη δυστυχία, θαρρείς ετούτη να συνιστά μία αιτία παρέμβασης της θεϊκής της ιδιότητας. Τα μεγάλα και τα μικρά γεγονότα που λησμονήθηκαν, που συγχέονται μες στην αστική πραγματικότητα και τέλος δεν αποτελούν παρά μνημειώδεις γραφικότητες.

Απόστολος Θηβαίος: http://www.24grammata.com/?p=34764

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

    Εισάγετε τον κωδικό: captcha

    Our website uses cookies, mainly from 3rd party services. Define your Privacy Preferences and/or agree to our use of cookies.