And in the middle as with companions WALT WHITMAN Σημαδεμένοι τοίχοι, μαύρες πόρτες, ξεδοντιασμένα στόματα ζητιάνων, γραφές του κάτω κόσμου ακατάληπτες και κτίρια κουφάρια σαν σε πόλη βομβαρδισμένη. Α, καλή…
…και ξαφνικά πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη καλοκαίρια στην καρδιά του χειμώνα. Ηταν οι ανάσες των παιδιών, κοντά – κοντά, σαν να ’ταν μια αναπνοή κι οι ανάσες στα παράθυρα…
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα, καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι, βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα, λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.
Χερουβεικά σκουπίδια κι αστράφτουν εξαίσια στ’ απόμερα της Αθήνας ερημιασμένα. Νίκος Καρούζος, «Μυχιοθήκη», Συντήρηση Ανελκυστήρων (1986)
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβηούν κι εκείνα.
«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» / Lefteris Poulios, ‘An American Bar in Athens’ (1971)
Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά.
Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών δεν αποκρίνεται κανείς. Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Για κάτι τέτοιες εικόνες είναι που αγαπώ την πόλη.
Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα. Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα, και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει.
Φορώ το σκάφανδρό μου και περιφέρομαι στο ενυδρείο της πόλης. Οι δρόμοι της όλοι βρίθουν από δύτες θολών νερών. Σώματα πνιγμένων που αιωρούνται αγκιστρωμένα στις πετονιές, δυσκολεύουν την κυκλοφορία.
Φράνκενσταϊν ή καλύτερα άτιτλο στραβά που σ’ έραψα στραβά στραβά θα με ξηλώσεις Αγαπητέ κύριε, εγώ σας έκανα καλό με τόσους εφιάλτες γιατί μετά, το δροσερό νερό μετά, το χάδι…