Ο Υμηττός πάνω απ’ τα ντουβάρια, Μάρτης 1956
Βρέχει Μέσα από τα σίδερα η βροχή κι ο άνεμος βρίσκουν τον τρόπο να μπούνε στη φυλακή
Βρέχει Μέσα από τα σίδερα η βροχή κι ο άνεμος βρίσκουν τον τρόπο να μπούνε στη φυλακή
Ξαφνικά χαμογελούν το Μάη τ’ άνθη είναι τα μάτια τους που δε σαπίζουν στους κήπους της Καισαριανής
Κατηφορίζω τη Δραγατσανίου η παλιά γειτονιά έχει χτιστεί στη θέση της η οικογένεια με τον μικρό στον τρίτο και το ηλικιωμένο ζευγάρι στον τέταρτο τις γιορτές λιγοστά φώτα και κάποια γέλια που γρήγορα σβήνουν τ’ακούς και χαίρεσαι στιγμιαία κι αδιάφορα επόμενη μέρα επόμενη ζωή
Athens is an emblematic city, a place of significance. It is memory embodied in a multi-layered topos, a place of ruins with the Parthenon as its headpiece. The routes one may follow in the city are numerous and the story one may narrate changes with each turn one takes. This book acknowledges this and offers…
Πώς να υποφέρουμε τις πράξεις μας κάτω απ’ τον αττικό ουρανό – η αφοσίωση θέλει όλο το αίμα.
Αυτοκτονία είναι η αμφιβολία ανάμεσα Πανεπιστημίου και Σταδίου είναι η σύγχυση της απροπόνητης ομπρέλας
Video-ντοκιμαντέρ του inExarchia. Μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε εικόνες από το πολύχρωμο και μυστήριο αστικό τοπίο των Εξαρχείων και τη λογική πίσω από αυτό. Εικόνες από τους τοίχους και τους δρόμους από τα τελευταία χρόνια μέχρι σήμερα στα Εξάρχεια, απόψεις από τους street artists αλλά και από κατοίκους και θαμώνες της περιοχής, για όλο αυτό το…
Tο ελληνικό γραφείο του VICE παρουσιάζει στον ANT1 το ντοκιμαντέρ “Η ιστορία πίσω από τις αντιδράσεις στο σχολείο του Περάματος” που αφορά την ιστορία πίσω από τις αντιδράσεις για την υποδοχή παιδιών προσφύγων στο Δημοτικό σχολείο του Νέου Ικονίου. Στο Δημοτικό σχολείο του Νέου Ικονίου, στο Πέραμα, τον Ιανουάριο του 2017 οι γονείς των μαθητών…
Στον Ευγένιο Αρανίτση I Ξυπνήσαμε μια μέρα σε μια χώρα που η καλοσύνη ήταν μια λέξη που είχε φθαρεί. Ψάξαμε το δρόμο για τη θάλασσα, δεν τον βρήκαμε.
Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ. Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο, ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει, ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φυλάγαν να μ’ αρπάξουν νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες, κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας. Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.
Δεν είμαι Τούρκος, όμως κι εγώ πατώ στη Μεσόγειο. Οι Τούρκοι στα βιβλία είναι αιμοδιψείς, όμως θαυμάζεις τι προσεκτικά φέρνουν το ποτηράκι του τσαγιού και το ακουμπούν στα χείλη, τραγουδούν αμανέδες.
Καθώς ο Κητς διαβάζοντας τον Όμηρο του Τσάπμαν έβλεπε πέρα να περνούν τα πλοία των αχαιών κι άκουγε για τον Έκτορα και τις Κυκλάδες, έτσι κι εγώ στο θρύλο σου περπάτησα μικρός απ’ την «Οδύσσεια», τη «Ρουσία» και τον «Πρωτομάστορα».
Δεν υπάρχει πιο γαλάζιο χρώμα από το χρώμα του ύπνου καθώς τον διασχίζουν τα βλέφαρα του ασυρματιστή ο θάνατος, σουλατσέρνοντας με τις ριγέ πυτζάμες στη γέφυρα, τοκίζει τη διάρκειά του μετρώντας τις μέρες του με τις νύχτες μας
Η Αθήνα είναι ο δικός μου Ατλαντικός Σοκάκι/Κύμα Λεωφόρος/Θάλασσα Καμπίνα το κονάκι μου Κουκέτα η κάμαρά μου
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει. Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι, σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο…
Ἴσως ἴσως μικρὸ ζωύφιο ἴσως ὅταν πέσαν στὸ ἴσως τὸ ἀπόγευμα ὁ καιρὸς τὸ βλέμμα τὰ μαλλιά Μπερδεύτηκαν τὰ λόγια κι οἱ προθέσεις σὲ μιὰ μικρὴ διαδρομὴ στὴν Προποντίδος πρὸς τὴν Καλλίπολη
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Όμορφη πόλη η Αθήνα τη νύχτα Ακρόπολη έως Φιλοπάππου και Πνύκα κι ανάμεσα εκεί κάτι σπίτια που’ χουν κάτι σφίγγες σιρίτια,
Στα δρομάκια του συνοικισμού μας αναστήθηκε χτες ο Χριστός. Άξαφνα, τον είδαμε να περπατάει δίπλα μας. Παρά τρίχα να μην τον πάρουμε είδηση, τόσο πολύ σού έμοιαζε, αδερφέ μου, τόσο πολύ τού έμοιαζες, αδερφέ μου. Αυτός δεν συλλογίστηκε την μπόχα. Αυτός δεν συλλογίστηκε τις λάσπες, το σκουπιδαριό.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρισκόμαστε έξω από το σαράι. Δεν αρχίζουμε τα κάλαντα από δω, μήπως ο Πασάς φιλοτιμηθεί και μας δώσει καμιά λιρίτσα; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λιρίτσα θα μας δώσει, για καμιά κλωτσίτσα; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα Καραγκιόζη μου, ας αρχίσουμε τα κάλαντα. Να, θ’ αρχίσω εγώ πρώτα, κι εσύ θα με ακολουθήσεις. (Αρχίζει ο Χατζηαβάτης να τραγουδά τα γνωστά…
Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του τρεις πεθαμένους κύκνους
Αυτή είναι η ιστορία ενός χαρταετού που δεν είχα ποτέ. Μπορεί να έπαιζα στα μάρμαρα του Θησείου που άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους παρά μόνο πώς –με χρόνια με καιρούς– θα ξαναγύριζαν στο χώμα
Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα πανάρχαια γόησσα Αθήνα γυαλίζει τ’ άσπρο σου στήθος απόψε άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις χύνοντας κόκκινο γάλα καθώς θ’ ακούς το τραγούδι της συνουσίας παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου σ’ αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών του…
Βαθειὰ μέσ’ ἀπ’ τοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας Κι ἀπ’ τὰ σπίτια, βαθειά, τ’ ἀραδιασμένα, Μενεξεδένιο φέγγει τ’ ὅραμά σου, Καὶ χαράζεις ὁλάπλωτη ραχούλα Σὲ γαλανὸ ἡλιοστάλαχτο στεφάνι, Μελιχρὲ τῆς Ἀθήνας παραστάτη.
Γέλιο τῶν θεῶν, Σαρωνικέ, πάντα μεγάλε, ποὺ δρομεῖς, τοῦ πλοίου μας εὐλογία, ὅμοια γαλήνη σου βαθιὰ κι ὅμοια βαθιὰ θ᾿ ἀκούαμε μεῖς ἐδῶ τὴν τρικυμία.
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Μνήμη Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Κι όμως κι αυτοί ξεκίνησαν κάποτε με τη χαριτωμένη αφέλεια και την κρυφή ματαιοδοξία ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Ξεκίνησαν όλοι μαζί, καθένας χώρια, και τόδαν και τόβλεπαν: καθένας για ένα δικό του λόγο, μια ξεχωριστή φιλοδοξία, στεγασμένη κάτω από μια μεγάλη ιδέα, έναν κοινό σκοπό, – διάφανη στέγη που κάτω…
Μας πονάει και μετά κλαίει Και θέλει χάδια και αγκαλιές Και Αθήνα μου, σ’αγαπάω να της λες…
Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο αργά που πάνε οι λυπημένοι μέσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου κι όταν κάθονται στα γαλανά παγκάκια ταξιδεύουν σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
Κύπελλο παλιό λησμονημένο στα κράσπεδα της Ακροπόλεως,
“ἐς δάκρυα ἔπεσε το θέητρον” (Ἡρόδ.) Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας σαν από σκοτεινή καταπακτή από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους να ταξιδεύουν μαζί του, δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι καμωμένο από λίγα χορτάρια που ’χαν μείνει στην έρημη γη.
Φοβάμαι τη σημαία σας, πατέρες, τα εμβλήματα στη φονική σας χλαίνη, κομήτες, μισοφέγγαρα κι αστέρες· το φθόνο σας που απόκοσμα βαθαίνει και πυρπολεί τους άναρχους αιθέρες, το χέρι σας στο σχήμα του πολέμου κι ό,τι σκιρτά στην ιαχή «λαέ μου».
Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για το γκράφιτι στην Αθήνα. Graffiti, μια μορφή τέχνης σε δημόσιο χώρο που έχει να κάνει με τον εγωισμό, την οργή, την εξερεύνηση και την οικειοποίηση του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Στόχος της είναι η υπενθύμιση της ανθρώπινης ύπαρξης άλλα και η επικοινωνία. Σκοπός αυτού του ντοκιμαντέρ είναι να αναδείξει τον ρόλο…
«Στις πολιτικές κόντρες των ημερών,»έγραφε το 2002 ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «η ποίηση είναι εκ των προτέρων χαμένη. Διότι το να πετάς αντί άλλου επιχειρήματος ένα στίχο στα μούτρα του αντιπάλου σου δεν είναι ‘πολιτικώς ορθόν’ στην εποχή μας. Ποτέ δεν ήταν. Αλλά κάποτε συνηθιζόταν, και τούτο σήμαινε κάτι – σήμαινε κάτι για τη ζωή, όχι…
Εγώ, όταν θα μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέβρης, έλεγε ο Αύγουστος.
Πόσο που μ’ έβλαψε το κλίμα αυτής της πόλης. Λέει ο γιατρός… μα ό,τι να κάνεις κάθε μέρα συναντάς την κυλιόμενη απελπισία της Ομόνοιας και τα ικετήρια βλέμματα των κιναίδων στα ουρητήρια που σε ρωτούν διαρκώς την ώρα.
Κορίτσι-εξουσία του λεωφορείου μέσα στο βράδυ κάθεσαι πλάι μου όπως ξανθό άνθος πίσω από φράχτην όπως άστρο που περπατάει στον κόρφο μου κι όμως μου λέει: Θα φύγω.
Πόσο μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ανθρώπους ν’ ανεβαίνουν με τ’ ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα
Εν πρώτοις μόλις κατεβής εκ του σιδηροδρόμου, ευρίσκεσαι απέναντι βαθείας υπονόμου. Αλλά καθόσουν προχωρείς ο δρόμος μεγαλώνει και σε κυττάζουν βλοσυρώς και άνθρωποι και όνοι.
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας όπως εδώ στην άνομη πόλη ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και με δέντρα.
Χλωμιάσανε τη νύχτα οι γλαυκές στήλες του ναού αλλ’ άσκοπα υψώνουν το λαβωμένο ανάστημά τους σε ουρανούς απρόσιτους
Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…
Ταράτσες με ραγισμένες μαλτεζόπλακες ρουφώντας τη βροχή πλυσταριά χαμηλοτάβανα γούρνες με παλιές καπελιέρες και στοίβες περιοδικά μπρούτζινες βρύσες λιωμένο σαπούνι της μπουγάδας
Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει
«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως τα γεγονότα που ήκουσε με δέος η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…» «…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες… κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες… γυναίκα…» «…υπερτερεί συντριπτικώς. Ο πόλεμος…» ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ. Γιώργος Σεφέρης, απόσπασμα από την «Κίχλη», β΄, Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ, 1946.
τ’ όνειρο άγονο παραδέρνεται Αντρέας Παγουλάτος, Πέραμα (2006)