Πολυτεχνείο.
Λίγο μετά τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους και δύο μόλις χρόνια μετά την μετάθεση της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1836, με Βασιλικό διάταγμα αποφασίστηκε η σύσταση σχολείου «εις το οποίον θέλουν διδάσκεσθαι την Κυριακής και τα εορτάς, όσοι επιθυμούν να μορφοθώσιν ως αρχιτεχνίται (μαϊστορες) εις την αρχιτεκτονικήν.»[1]Τα μαθήματα θα γίνονταν δωρεάν και ο στόχος ήταν η διδασκαλία μαθηματικών, γεωμετρίας, φυσικής και χημείας που εφαρμόζονται στην αρχιτεκτονική τέχνη. Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1837 ιδρύθηκε το «σχολείον πολυτεχνικόν και αποθήκην βιομηχανικών προπλασμάτων»[2] υπό την εποπτεία του Λοχαγού του Μηχανικού, Friedrich von Zentner.
Το σχολείο στεγάστηκε σε μία από τις οικίες Βλαχούτση στην οδό Πειραιώς, στο κτήριο που φιλοξενεί σήμερα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, και αποτέλεσε την αφετηρία της Σχολής Καλών Τεχνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Το 1843 το σχολείο των τεχνών χωρίστηκε σε τρία τμήματα· ένα που θα λειτουργούσε Κυριακές και αργίες και απευθυνόταν σε τεχνίτες που επιθυμούσαν να τελειοποιήσουν τη τέχνη τους, ένα σχολείο καθημερινό στο οποίο θα διδάσκονταν μεθοδικά όσοι προορίζονταν για τις βιομηχανικές τέχνες, και ένα σχολείο ανώτερο για την καθημερινή διδασκαλία των ωραίων τεχνών.[3] Διευθυντής ορίστηκε ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου.
Το 1861 ξεκίνησε ο σχεδιασμός του νέου κτηρίου που θα στέγαζε έν λαμπρόν Πολυτενχείον, όπως αναφέρει στη διαθήκη του ο Νικόλαος Στουρνάρης, ο οποίος μαζί με τους Μιχαήλ και Ελένη Τοσίτσα ήταν αρχικά οι χορηγοί του οικοδομήματος.[4] Η εκπόνηση των σχεδίων ανατέθηκε στον Λύσανδρο Καυταντζόγλου. Η αρχική σύνθεση περιελάμβανε έξι ανεξάρτητα κτήρια· δύο μονώροφες πτέρυγες παράλληλα στην οδό Πατησίων, ένα μεγάλο κτήριο στο κέντρο, μονώροφο στην εμπρόσθιο μέρος και διώροφο στο βάθος- ανάμεσα στα τμήματα μεσολαβούσε αυλή- και τρία ακόμα μονώροφα κτήρια γύρω από το κεντρικό, και παράλληλα με τις οδούς Στουρνάρη, Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας.[5]
Η οικοδόμηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1861 και προχώρησε ως το 1868 οπότε διαπιστώθηκε πως το αρχικό κεφάλαιο δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης. Έτσι με υπόδειξη της διαχειριστικής επιτροπής, ο Καυταντζόγλου εκπόνησε αναθεωρημένο σχέδιο περιορίζοντας τον όγκο του κεντρικού κτηρίου και αφαιρώντας τα τρία συμπληρωματικά που το πλαισίωναν στην πίσω πλευρά του. Υπήρχε μόνο πρόβλεψη για μελλοντική ανοικοδόμηση δύο κτηρίων στην πλευρά της οδού Μπουμπουλίνας. Από το 1870 ξεκίνησαν να λειτουργούν ορισμένες αίθουσες ωστόσο οριστικά η οικοδόμηση της σύνθεσης ολοκληρώθηκε το 1876. Για την ολοκλήρωση των εργασιών στο κεντρικό κτήριο χρειάστηκε η πρόσθετη οικονομική συνδρομή του Γεώργιου Αβέρωφ.
Το σημερινό της όνομα πήρε η σχολή με το νόμο 388 τον Νοέμβριο του 1914, οπότε «μετονομάζεται σε Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον τάσσεται δε ισότιμος προς τα εν Αθήναις Πανεπιστήμια και ιεραρχικώς τίθεται αμέσως μετά τα Πανεπιστήμια ταύτα.»[6]
Το κτηριακό συγκρότημα του Πολυτεχνείου, δείγμα του αθηναϊκού κλασικισμού, αποτελεί μια μεγάλης κλίμακας αρχιτεκτονική σύνθεση οργανωμένη αυστηρά στον άξονα συμμετρίας. Πρόκειται για ένα κορυφαίο αισθητικά σύνολο που χρησιμοποιώντας πιστά τα αρχαία πρότυπα διαμορφώνει μια αριστουργηματική μνημειακή ολότητα και συνιστά σπουδαίο επίτευγμα για την αρχιτεκτονική ιστορία της νεότερης Αθήνας.
Τα δύο ισόγεια οικοδομήματα εκατέρωθεν της κύριας εισόδου επί της οδού Πατησίων, με τις αρμονικές δωρικές στοές των όψεων, οριοθετούν τον κεντρικό διάδρομο που καταλήγει στο επιβλητικό διώροφο κτήριο. Τα μαρμάρινα εξωτερικά κλιμακοστάσια οδηγούν στο υπερυψωμένο ιωνικό πρόπυλο, σχεδιασμένο κατά το πρότυπο του Ερεχθείου.[7]
Η μοναδικότητα μιας κτηριακής σύνθεσης συγκροτείται από την επιβλητικότητα των όγκων, την αρμονία των μορφών, την ισορροπία του συνόλου σε σχέση με το περιβάλλον. Η ταυτότητα όμως του τόπου, αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της οντότητας του, δεν είναι δεδομένη ή προφανής. Γεννιέται και μετασχηματίζεται με κάθε κατασκευή – πραγματική ή ιδεατή- που συμβαίνει πάνω και γύρω από τον νοηματικό άξονα του τόπου. Η πραγματικότητα είναι μια δομή κυψελωτή, με κενά και πλήρη, επιτρέποντας στα απροσδόκητα γεγονότα να περνούν και να διαταράσσουν την κανονικότητα των ενδεχομένων.
Όταν τη νύχτα της 16ης προς 17η Νοεμβρίου 1973 το στρατιωτικό άρμα, με εντολή της Χούντας των Συνταγματαρχών, έπεσε πάνω την κεντρική πύλη του κτηριακού συγκροτήματος, διέλυσε την κατάληψη και έθεσε τέλος στην μαζική αντιδικτατορική εξέγερση, ο χώρος του Πολυτεχνείου μετασχηματίστηκε από εμβληματική αρχιτεκτονική σύνθεση του αστικού περιβάλλοντος, σε τόπο αποτύπωσης ενός συλλογικού τραύματος. Όταν την επόμενη χρονιά, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, η πρώτη επέτειος της 17ης Νοεμβρίου συγκέντρωσε πρωτοφανές πλήθος ανθρώπων για να τιμήσουν την εξέγερση, το κτήριο μετασχηματίστηκε ξανά σε σύμβολο αντίστασης ενάντια στη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών ελευθεριών. Κάθε χρόνο που η επέτειος τιμάται ο χώρος του Πολυτεχνείου επανα-νοηματοδοτείται ως τόπος συμπύκνωσης και επαναφοράς της συλλογικής μνήμης.
Η αρχιτεκτονική δεν κατασκευάζει· διαμορφώνει τα πλαίσια μέσα στα οποία η ζωή συμβαίνει. Για το κτήριο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο Νοέμβριος του 1973 αποτέλεσε σημείο καμπής της ιστορίας και της ταυτότητας του, όταν η ζωή σπαρακτικά αλλά και ελπιδοφόρα, συνέβη.
Ντυμένοι με πληγές
-παλιές και νέες-
Και φορτωμένοι τις πληγές των πεθαμένων
Προχωράμε
Αντί για σάλπιγγες
Του πόνου βογγητά
Για όπλα μας
Των σκοτωμένων φίλων μας τα κόκκαλα
Στο αίμα βαφτισμένες οι σημαίες
-τ’ αγώνα φλάμπουρα-
Και πλαταγιάζουν στον αγέρα της οργής[8]
Και προχωράμε, Αλέξανδρος Παναγούλης
[1] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ.82, 1836
[2] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ.35, 1837
[3] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ.38, 1843
[4] Μπίρης. Μάνος, Καρδαμίτση-Αδάμη Μάρω, Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, 2001
[5] Μπίρης Κώστας, Αι Αθήναι. Από τον 19ο εις τον 20ο αιώνα, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, 1999
[6] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ.337, 1914
[7] Μπίρης, Καρδαμίτση-Αδάμη
[8] Παναγούλης Αλεξανδρος, Τα ποιήματα. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2010