και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου
Φώντας Λάδης, «Ο Φασισμός»
Την εποχή που οι μετανάστες ήταν περιζήτητοι, γράφει ο Περικλής Κοροβέσης, ήταν η εποχή που δεν τους λέγαν μετανάστες: « Ήταν σκλάβοι και η τιμή τους ήταν περίπου στο ίδιο επίπεδο με ένα άλογο. Τώρα τα πράγματα έχουν εκσυγχρονιστεί. Οι σκλάβοι έρχονται μόνοι τους και με δικά τους έξοδα. Μέχρι σήμερα έχουν μετρηθεί δεκαπέντε χιλιάδες νεκροί στην προσπάθειά τους να μπουν στο κάστρο της Ευρώπης.»[i] Το μεγάλο αυτό κύμα ανθρώπων που ψάχνει μια δίοδο προς την Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει ένα νέο λεξιλόγιο που θα μπορούσε να μετουσιωθεί στην έννοια της λέξης ‘λαθρομετανάστης’ καθώς αυτός ο όρος τρέφεται από την επικίνδυνη διακίνηση των ανθρώπων, εκφοβίζει τον εγχώριο πληθυσμό, απενοχοποιεί την απάθεια και δικαιολογεί την επιθετικότητα προς άτομα τα οποία πλέον παρουσιάζονται ως αντικείμενα που μπαίνουν στη χώρα κρυφά και παράνομα, δηλαδή λαθραία. Οι άνθρωποι αυτοί όμως δεν είναι οι ίδιοι κοντραμπάντο αν και η ιστορία τους συχνά συνδέεται με το λαθρεμπόριο που γίνεται εις βάρος τους.
Εγώ ο «Λαθρομετανάστης» (Ελεύθερος Τύπος, 2017)· Στο βιβλίο του Φατός Ρόσα ο τίτλος και μόνο είναι ένα δημιούργημα της εποχής, μάλλον ένα έργο τέχνης που, όπως υποστήριζε ο Oscar Wilde το 1890 στην εισαγωγή του μυθιστορήματός του Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, είναι κάτι το όμορφο που «καθρεφτίζει το θεατή και όχι τη ζωή». Κι αυτό γιατί ο τίτλος αυτός μαρτυρά την αντιστροφή από το αρχικό ‘Εσύ ο Λαθρομετανάστης’ – όπου «λαθραίος» νοείται αυτός με, κατά το λεξικό, «παράνομη φύση» στον οποίο αφαιρείται το δικαίωμα να δρα – στο ‘Εγώ ο «Λαθρομετανάστης»’ – όπου ένας άνθρωπος γίνεται ένα «δρων υποκείμενο» (κατά την Χαννα Άρεντ) που στρέφει πεισματικά την ταμπέλα του προς τον θεατή για να τον καθρεφτίσει πάνω σε αυτήν. Με τον τρόπο αυτόν, ο μετανάστης εκφράζει τη δική του φωνή αλλοιώνοντας την σημασία του όρου που αναγκαστικά φορά σαν δεύτερο ρούχο και αναδεικνύοντας την επίπλαστη φύση του.
Ο όρος «λαθρομετανάστης» είναι και αυτός ένα δημιούργημα της εποχής που καθρεφτίζει τη συνθήκη μέσα στην οποία δημιουργήθηκε. «Δεν χρειάζονται αισθητικοί εξτρεμισμοί», γράφει ο Δεσποινιάδης, «ο φασισμός ξεκινάει από τις καθημερινές συμπεριφορές. Από τη μήτρα του μικροαστισμού που γεννά τέρατα, όπως το αίτημα για περισσότερη ασφάλεια, η ανακούφιση μπροστά στη θέα του αστυνομικού της γειτονιάς, το κλειδαμπάρωμα πίσω από πόρτες και σιδεριές, το ‘μην μας ενοχλείτε, μην χτυπάτε τα θυροτηλέφωνα’, το ‘ο δράστης μιλούσε σπαστά ελληνικά’, τον εθνικό τσαμπουκά, εκ του ασφαλούς, βέβαια, απέναντι στον κάθε κακομοίρη, τις βόλτες των βορειοελλαδιτών οικογενειαρχών στη βαλκανική γειτονιά για φτηνά ψώνια και φτηνές μπουρδελότσαρκες, μπας και ξεφύγουν από την μικροαστική τους πλήξη.»[ii]
Η εμπειρία της μετανάστευσης καθ’ εαυτή δεν παράγει απαραίτητα μια πολυπολιτισμική ταυτότητα ή κοινωνικότητα.[iii] Στο βιβλίο του Εγώ ο «Λαθρομετανάστης» ο Φατός Ρόσα αναφέρεται στη ρατσιστική προβολή της λέξης Αλβανός στην ελληνική κοινωνία και παράλληλα αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατόν ένας πατριώτης μου να είναι ρατσιστής απέναντι σε άλλους μετανάστες, και από πού κι ως πού, με ποιο δικαίωμα λέει ο Αλβανός στον άλλον να φύγει από την Ελλάδα;» Από την άλλη μεριά, όμως, όπως σημείωνε ο Δεσποινιάδης το 2009, «οι γηγενείς πληθυσμοί και οι ξένοι έρχονται ελάχιστα σε επαφή και συχνά μιλάμε για λογαριασμό των μεταναστών, δίχως καν να τους ακούμε ή απλώς χρησιμοποιώντας τους ως πεδίο άσκησης της δικής μας ευαισθησίας ή ως ιδανικό αντικείμενο της δικής μας απενεχοποίησης.»[iv]
Αν η συνεχής και τακτική επαφή με τη διαφορετικότητα είναι αυτή που βοηθά μετανάστες και μη να προσαρμοστούν με την πολυπολιτισμική διαφορετικότητα και να μάθουν τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες για να ζει κανείς μαζί με αυτό που θεωρεί διαφορετικό[v], αν η πολυπολιτισμική προσαρμογή αφορά δεξιότητες που σχετίζονται με το να μάθει κανείς να διαχειρίζεται τη διαφορετικότητα αλλά και την ανισότητα στην καθημερινή του ζωή σαν μια γλώσσα που όλοι πρέπει πρώτα να μάθουν παρόλη την προδιάθεση να μιλήσουν[vi], τότε οφείλουμε να μάθουμε μια νέα γλώσσα στην καθημερινή μας ζωή για να μην αφήσουμε την έλλειψη επαφής να γιγαντώσει τη λέξη.
Στη νέα αυτή γλώσσα πρέπει να είμαστε κι εμείς μέσα στα σημαινόμενα. Γιατί ο φόβος για όσα γίνονται τάχα κρυφά, δηλαδή λαθραία, στέκει δίπλα στο θέαμα ανθρώπινων στόχων που υπόκεινται σε βία την ίδια μάλιστα στιγμή που η διάσωση των μεταναστών στη Μεσόγειο ποινικοποιείται ως μέσο αποτροπής της μετακίνησής τους.
Εγώ, ένας άνθρωπος εν δυνάμει λαθραίος.
Κ.Γ.
[i] Περικλής Κοροβέσης, Παράπλευρες Καθημερινές Απώλειες, Αθήνα: Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2014, 64.
[ii] Κώστας Δεσποινιάδης, «Περί νοικοκυραίων» [Μάρτιος 2004], Πόλεμος και Ασφάλεια: Σχόλια στην εποχή της αντιτρομοκρατικής υστερίας, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν, 2008, 23-26 (25-26).
[iii] Glick Schiller, N., Tsypylma Darieva, & Gruner-Domic, S. (2011), “Defining cosmopolitan sociability in a transnational age. An introduction”, Ethnic and Racial Studies, 34/3: 399-418 (404).
[iv] Κώστας Δεσποινιάδης, «Αυτοί οι Πρόσφυγες» [Ομιλία στο Nosostros, 2009], Έξοδος Κινδύνου: Δοκιμές και αντιρρήσεις, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν, 2016, 61-68 (62).
[v] Wessendorf, Sussane (2017), “Migrant belonging, social location and the neighbourhood: Recent migrants in East London and Birmingham”, Urban Studies accessed 1 October 2018. http://eprints.lse.ac.uk/85678/1/Wessendorf%20Urban%20Studies_2017%20LSE%20research%20online.pdf
[vi] Buonfino, A. and Mulgan, G. (2009) Civility Lost and Found. London: Young Foundation, p. 16.
Featured Image: https://vagrantpoetariat.tumblr.com/ about http://freemovementskateboarding.com/