Κυριακή πρωί, Μοναστηράκι. Δυο σαγιονάρες σαρανταπέντε νούμερο έχουν αράξει στη σκιά και πουλάνε ξεθυμασμένες κολώνιες. Κάλτσες μανταλάκια, βατραχοπέδιλα. Αιγινήτικα φυστίκια που αρνούνται κατηγορηματικά ν’ αποχωριστούν το καύκαλό τους. Μελισταγής και καταπλήττουσα ευγλωτία, έναυλοι λόγοι στα ελληνικά, στα τούρκικα, στ’ αράπικα. Κατά τις δέκα αριβάρει κι ο Σωκράτης. – το συμπεραίνεις γιατί δείχνει αμέτοχος στο εμπόριο κι επί πλέον περιφέρεται ξυπόλυτος. Ένας Ρωσσοπόντιος κατηγορεί πικρά έναν άλλο Ρωσσοπόντιο, προφανώς λιποπάτριδα, κακόδοξο και μητραλοία. Η Αφροδίτη κάθεται στο σκαμνάκι, πίνει χλιαρή κόκα κόλα και ρεύεται. Μια στήλη με μισοσβησμένα γράμματα έχει χάσει τη μνήμη της – κανεμ στωμυλιοσυλλεκτάδαι γράφει κανεμ ρακιοσυρραπτάδαι. Η στοά του Αττάλου φωτογραφίζεται δίπλα στον Αξελό, μετά τραβάει μια τζούρα τσιγάρο κι αγκαλιάζει απ’ τους ώμους έναν γυαλάκια φιλέλληνα. Χαχανίζει ευτυχισμένη. Το Θησείο κάνει μούτρα, μα δε λέει τίποτα. Τι προβοκάτσια κι αυτή, κι από κοτζάμ μάλιστα πρωθυπουργό! «Αν μη υπήρχον Έλληνες, είπε, ου μόνον δεν θα είχομεν πολιτισμό, αλλ’ ήτο δυνατόν να είμεθα σήμερον μελανοδέρματοι και να είχομεν μακράς ρίνας…». Ακουμπάω σ’ ένα Lada που έχει παραιτηθεί απ’ το πλύσιμο: Δηλαδή εμείς εδώ χάμω δεν είμαστε Έλληνες; Ένα παπάκι κάνει θαυμάσιους ελιγμούς ανάμεσα σε μελανοδέρματα πτώματα. Ο αυτοδημιούργητος τροχονόμος κάνει να βγάλει τη σφυρίχτρα του κι αμέσως μετά το μετανοιώνει. Έμαθε ν’ ανέχεται.
Μάριος Μαρκίδης, «Έλληνες». Από την ενότητα «Παραγγελιά» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σημειώσεις, τεύχος 42, Δεκέμβριος 1993.
Πηγή: https://genesis.ee.auth.gr/dimakis/simeioseis/42/15.html
Featured Image: Athens, Monastiraki [https://neopolitis.tumblr.com/]