Δεν υπάρχει πιο γαλάζιο χρώμα από το χρώμα του ύπνου
καθώς τον διασχίζουν τα βλέφαρα του ασυρματιστή
ο θάνατος, σουλατσέρνοντας με τις ριγέ πυτζάμες στη γέφυρα, τοκίζει
τη διάρκειά του
μετρώντας τις μέρες του με τις νύχτες μας
Είναι η σιωπή πού πίστεψε στο Πέραμα
στα χείλη της διστάζουν ακόμη να ξεντυθούν οι επιθυμίες
συνοικία πού λύσσαξες να γίνεις αγκαλιά
και πού δεν είχες να ερωτευθείς παρά την ασφαλτό σου
Σε φωνάζει τριάντα μέρες μαύρος ωκεανός σαν λογαριασμός του
μπακάλη
σαν Καθαρή Δευτέρα πού καταράστηκε μια χλεμπονιάρα Τρίτη
στρώνει στα γράμματά σου ξένο σκοτάδι
ψιθύρους, ερωτόλογα
οργώστε εσείς όσο θέλετε το λιμάνι
μα αφήστε με αχάιδευτο στο χτεσινό μου γράμμα
στο στόμα μου τρίζει η τελευταία της λέξη
σαν αλμυρό δάκρυ στο όνειρο ενού τυφλού.
Μάριος Μαρκίδης, «Χρώματα» [BANGKOK 27.7.68], Ποιήματα προτέρου εντίμου βίου (1989)
Featured Image: http://stephaniadapolla.tumblr.com/