Πόσο που μ’ έβλαψε
το κλίμα
αυτής της πόλης.
Λέει ο γιατρός…
μα ό,τι να κάνεις
κάθε μέρα συναντάς
την κυλιόμενη απελπισία
της Ομόνοιας
και τα ικετήρια
βλέμματα των κιναίδων
στα ουρητήρια
που σε ρωτούν
διαρκώς την ώρα.
Τα συντριβάνια
είναι μια πρόκληση
μια προδιάθεση
να σκέφτεσαι
λοξά!
Μωρ’ καλαματιανούλα μου
φαρμάκωστον το γέρο
και πάρτου τ’ αυτοκίνητο
να βγούμε στο σιργιάνι
να πιάσουμε στα Φάληρα
και στο Πασαλιμάνι.
Το ξέρω
πάει καιρός
που κατελήφθησαν
τα δυτικά προάστια…
Πως Κρήτες
και Αρκάδιοι πληθυσμοί
περιφέρονται από Ταύρου
έως Κορυδαλλού
και από Κολοκυνθού
έως Θησείου…
Πως κάθε Κυριακή
λυμαίνονται τις πολυθρόνες
και τα παγκάκια
του Ζαππείου
σηκώνοντας σύννεφα
την πασατεμπόσκονη
στο διάβα τους…
Και ξέρω ακόμη
πως τούτοι
οι νεοβάρβαροι
κατατρομοκρατήσαν
τους μεταξύ Τσακάλωφ και Αναγνωστοπούλου ιθαγενείς
που οχυρωθήκαν για καλά
στ’ απρόσιτα ρετιρέ τους
και στην εξαίσια έπαρση
που τους χαρίζει
η γάτα που έχουν
στο σκουπιδοτενεκέ τους
κάθε που «πιάνουν»
το «εκατό»!
Λοιπόν
δεν μοιάζει περίεργο καθόλου
πώς
τούτες τις μέρες
με πιάνει αόριστη
μια θλίψη
σα σκέφτουμαι την Τροχαία
και την Υπηρεσία Αναζητήσεων
τη μέρα που θα πεθάνουν
όλοι ξαφνικά
σ’ αυτή την πόλη… Και πώς μεγαλώνει
στ’ αλήθεια η θλίψη μου
στη σκέψη εκείνων
που θ’ αφήσουν
τη στερνή τους
την πνοή
στον καμπινέ τους
χωρίς να έχουν
κάποιον κοντά
να τους τραβήξει —χαιρετιστήρια—
για τελευταία φορά
το καζανάκι!
Αλλοίμονο!
Πόσο που μ’ έβλαψε το κλίμα
αυτής της πόλης…
Μα πάλι υποθέτω
πως ε! δε θα ’μαστε
και τόσο μάζα,
τόσο χονδροειδείς.
Υπάρχει πάντα ανάμεσά μας
—υποθέτω—
μία λεπτή
απόφυση του ωραίου
μια ευγενικιά προδιάθεση
για τη μοναδικότητα…
Και ποιος
δε θα ’θελε στ’ αλήθεια
να είναι —έστω και
για μια Κυριακή—
ο μοναδικός
δεκατριάρης!…
Α! Και να ήμουν!
θα ’παιρνα την
ταχεία του Βορριά
και τότε ποιος πια
στη Νάουσα γλυκό κρασί
στη Βέρροια μαυρομάτες
—γύριζε γοργά—
και στ’ έρημο το Κόλινδρο
κοντούλες και γιομάτες!…
Ω!
Γιάννης Πατίλης, «Η Πόλη», Ο μικρός και το θηρίο (1970).
Featured Image: https://4ourth-seal.tumblr.com