Δια+σπείρειν. Διασπορά. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε την Αρχαϊκή περίοδο (800-600 π.Χ.) για να περιγράψει την αποίκηση στη Μικρά Ασία και τη Μεσόγειο υπονοώντας, όπως γράφει ο Martin Baumannn, μια διαδικασία διασκορπισμού και διάσπασης σε διάφορα μέρη χωρίς να υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στα επιμέρους στοιχεία.[1] Ο όρος «διασπορά» σήμανε αργότερα την εξορία των Εβραίων από την πατρίδα τους και το σκόρπισμά τους παντού ενώ παράλληλα καταδείκνυε την καταπίεση και τον ηθικό εξευτελισμό που έφερνε αυτός ο διασκορπισμός. [2] Ο όρος τελικά επεκτάθηκε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να μιλήσει για εκπατρισμένους, εξόριστους, πολιτικούς πρόσφυγες, μέτοικους, μετανάστες και εθνικές ή φυλετικές μειονότητες.
Ένα κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις διαφορετικές εκδοχές διασποράς είναι «ο μύθος της πατρίδας», που τον βρίσκει κανείς σε αφηγήσεις της διασποράς, της πατρίδας αλλά και της κοινωνίας υποδοχής καθώς ο μύθος αυτός εξυπηρετεί έναν κοινό σκοπό: δημιουργεί μια ουτοπία που αντιπαραβάλλεται με τη δυστοπία την οποία οι διεσπαρμένοι βιώνουν.[3] Έτσι, το λεξιλόγιο της διασποράς περιλαμβάνει τη συνεχή αναζήτηση για έναν εναλλακτικό τόπο, όπου η ασφάλεια θα βρεθεί σε νέες σαφείς ρίζες. Ωστόσο, ενώ αυτή η αναζήτηση γεννά κάποτε μύθους επιστροφής στην πατρίδα, παράγει επίσης μια εναλλακτική προσέγγιση του τι σημαίνει να ανήκεις κάπου. Όπως έγραφε ο Stuart Hall, η διασπορά δημιουργεί τα κατάλληλα συμφραζόμενα για να κατανοήσουμε το πώς μια ταυτότητα βρίκεται πάντοτε σε μια διαδικασία γίγνεσθαι αφού συνεχώς αναπαράγεται μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις και μια βαθιά αντίληψη της διαφορετικότητας.[4]
Προσομοιώνοντας τη διασπορική οπτική, τα ποιήματα του Γιώργου Καρτάκη – στη συλλογή με τον τίτλο «Διασπορά» (Γαβριηλίδης, 2015) – παρουσιάζουν διπλές οπτικές εξετάζοντας τη δυναμική του δικού μας βλέμματος και αυτού των άλλων και, για το σκοπό αυτό, δίνουν έμφαση στον κόσμο όπως αποκαλύπτεται με την αίσθησή μας της όρασης. Μάτια που στρέφονται αλλού («Χιόνι»), εικόνες κρυμμένες στο γυμνό μάτι («Εικόνα») και εικόνες που πονούν («Συναντώντας τον Αντόρνο τη νέα χιλιετία»), στάση του βλέμματος σε θησαυρούς από κόκαλα («Κεραμεικός»), βλέμμα που συμβαδίζει με την εθνικότητά μας («Υπό τας φιλύρας»), η μοναξιά της απουσίας όρασης («Κλωθώ») και στιγμές όπου νιώθεις αόμματος («Το κουκούλι»), εικόνες που γίνονται μνήμη («Orkan»), μάτια κουρασμένα, βαριά («Mainau») και, τέλος, το μοναχικό βλέμμα της μονάδας ως ένας καταπιεστικός μονόλογος που αφαιρεί από το άτομο τη φαντασμαγορία του («Είχα άσχημη μάνα»).
Τα ποιήματα μας ωθούν να εξετάσουμε το βλέμμα μας και να δούμε ξανά σαν ένας ‘alienus’ (από το ποίημα «Mainau»), δηλαδή σαν ένας ξένος. Μέσα στα πλαίσια της ποιητικής αυτής διασποράς μπορούμε να παρατηρήσουμε, από τη μια, την ικανοποίηση της βίωσης του οικείου και, από την άλλη, την εμμονή το οικείο να κατοικεί αλλού καθώς στη παροντική μας στιγμή θέτουμε συχνά τους εαυτούς μας αόμματους.
Κλείνω παραθέτοντας αποσπάσματα από τρία ποιήματα της συλλογής όπου το παρόν εισβάλλει στις λέξεις μπροστά στα μάτια μας.
Υπό – υπό,
ο Έλληνας βλέπει μόνο φιλύρες και όχι κουφοξυλιές,
βλέπει μόνο υπό και όχι κάτω –
«υπό τας φιλύρας»,
κάτω απ’ τις κουφοξυλιές.
«Υπό τας φιλύρας»‘Εκανα μια να κινήσω για πίσω:
«Πίσω» λέω, «η ψυχή μου μετά των ομοφύλων»,
μα με απέπεμπε η πατρίδα ειρωνικά.
Ήθελε βίζα
-κάτι περίεργοι καινούργιοι νόμοι που άλλαζαν-
κι αμφισβητούσε τα στοιχεία της ταυτότητάς μου.
«Μόνιμος Κάτοικος»Πάντα για χάρη κάποιας εξουσίας κεντρικής
τα χέρια του θα νίβει ένας Ηρώδης
και θα ζητά την κρίσιμη στιγμή
να πάρει την απόφαση το αφιονισμένο πλήθος.
«Μετά Βαΐων»
Κωνσταντίνα Γεωργαντά
Πηγή: http://agonaskritis.gr (28.03.2016)
[1] Martin Baumann, “Diaspora: Genealogies of Semantics and Transcultural Comparison”, Numen, XLVII/3, Religions in the Disenchanted World (2000), 315-16. For the use of the term “diaspora” in the Archaic Period, see Aaron Segal, An Atlas of International Migration, London: Hans Zell, 1993, 82 and Robin Cohen, Global Diasporas: An Introduction, Seattle: University of Washington Press, 1997, 24-25.
[2] William Safran, “Diasporas in Modern Societies: Myths of Homeland and Return”, Diaspora: A Journal of Transnational Studies, I/1 (Spring 1991), 83.
[3] Ibid., 92, 94.
[4] Stuart Hall, “Cultural Identity and Diaspora”, in Identity: Community, Culture and Difference, ed. Jonathan Rutherford, London: Lawrence and Wishart, 1990, 222, 225, 235. Hall argues that diaspora identities are the ones “constantly producing and reproducing themselves anew, through transformation and difference”.
Featured Photo: Κανελία Κουτσανδρέα, στον Ελαιώνα