Στον πρόλογο του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» ο τυφλός, πια, βασιλιάς της Θήβας φτάνει στην Αττική, συνοδευόμενος από την κόρη του Αντιγόνη. Της ζητά να σταθούν λίγο, για να ξεκουραστεί και τη ρωτά σε ποιόν τόπο έχουν φτάσει. Η Αντιγόνη, περιγράφοντας τον αττικό Ελαιώνα, στον οποίο βρίσκονταν, απαντά:
Δύστυχε πατέρα μου Οιδίποδα, τα τείχη που περιζώνουν την πόλη, όσο βλέπουν τα μάτια μου, πέρα βρίσκονται· ο χώρος αυτός είναι ιερός, απ’ όσο συμπεραίνω καλά, γεμάτος δάφνες, ελιές, αμπέλια· αηδόνια πυκνοφτέρουγα μέσα σ’ αυτόν κελαηδούν γλυκόλαλα.[1]
Έξω από τα τείχη της πόλης, ο ιερός Ελαιώνας της αρχαίας Αθήνας αποτελούσε τη βασική γεωργική και παραγωγική έκταση της πρωτεύουσας, για αιώνες. Καταστράφηκε επανειλημμένα, από επιδρομές και πολέμους, άλλαξε χαρακτήρα καθώς, με τα χρόνια, προστέθηκαν διαφορετικές καλλιέργειες εκτός από εκείνη της ελιάς, δέχτηκε πίεση από την οικιστική έκρηξη που σημειώθηκε μετά το 1922 και την έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τελικά υπέκυψε στις ανάγκες της βιομηχανικής και εμπορικής ανάπτυξης της πρωτεύουσας, οι οποίες εντάθηκαν μετά το τέλος του II Παγκόσμιου Πολέμου. Η αποβιομηχάνιση του, που δρομολογήθηκε από τη δεκαετία του 1980, οδήγησε στην εγκατάλειψη μέρους των άλλοτε ενεργών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και την παράδοση τους στη φθορά. Σήμερα, η περιοχή των 9000 στρεμμάτων, που ανήκει διοικητικά σε έξι δήμους, λειτουργεί, κατά βάση, ως μεταφορικό και διαμετακομιστικό κέντρο αλλά και σαν ένα βαθύ ρήγμα στην αστική συνέχεια· σα μια αχαρτογράφητη πόλη, μέσα στην πόλη. Στο δυτικό άκρο της και σε έκταση που ανήκει στο δήμο Αθηναίων, εγκαταστάθηκε, τον Αύγουστο του 2015, ένα κέντρο προσωρινής διαμονής προσφύγων.
Στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 14, αναφέρεται πως ο καθένας έχει το δικαίωμα, εφόσον διώκεται, να αναζητήσει άσυλο σε άλλες χώρες και να του χορηγηθεί αυτό. Στην παραπάνω παραδοχή θεμελιώθηκε η Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, σύμφωνα με την οποία- και μετά την τροποποίηση του κειμένου από το πρωτόκολλο του 1967- πρόσφυγας είναι εκείνος που,
εξαιτίας ενός βάσιμου φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας ή συμμετοχής σε μια κοινωνική ομάδα ή πολιτική άποψη, βρίσκεται εκτός της χώρας εθνικότητας του και δεν δύναται, ή λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί, να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας· ή εκείνος που μην έχοντας εθνικότητα και εβρισκόμενος έξω από την χώρα όπου μέχρι πρότινος διέμενε, εξαιτίας ανάλογων καταστάσεων, δεν είναι σε θέση, ή λόγω του φόβου, δεν είναι πρόθυμος να επιστρέψει σε αυτή.[2]
Διωγμένος από τον τόπο καταγωγής ή μόνιμης διαμονής του, ο πρόσφυγας βιώνει μια ισχυρή και πολυδιάστατη απώλεια. Έχασε το σπίτι του, την οικειότητα της καθημερινότητας του, έχασε τη δουλειά του, τη σιγουριά ότι είναι χρήσιμος στον κόσμο, έχασε τη γλώσσα του και μαζί τη φυσικότητα της αντίδρασης, την απλότητα της κίνησης, την ανεπιτήδευτη έκφραση των συναισθημάτων του.[3] Έφυγε μακριά από τους ανθρώπους του -οικείους, φίλους και συγγενείς- και εγκατέλειψε τους νεκρούς του. Είχε ρίζες και ταυτότητα και μετατράπηκε ξαφνικά σε ανώνυμη μονάδα, μέρος μιας ταλαιπωρημένης μάζας, να αιωρείται στο χάος.
Ο πρόσφυγας έχασε τη θέση του στον κόσμο, όχι μοναχά σε επίπεδο γεωγραφικών συντεταγμένων· έχασε, χωρίς να το προκαλέσει ο ίδιος, απότομα και βίαια, τη θέση του ως μέρος μιας κοινωνίας και ως αυτόνομη οντότητα με πολιτική και κοινωνική υπόσταση. Στην κατάσταση που βρίσκεται στερείται την έκφανση εκείνη, της ύπαρξης του, που ο Agamben ονομάζει βίο (bios), χρησιμοποιώντας τον όρο που κατά την αρχαιότητα προσδιόριζε την πολιτική ζωή. Η υπόσταση του πρόσφυγα υποβαθμίζεται σε αυτή της γυμνής ζωής (zoe), που δίνεται από το θεό και μοιράζεται ο άνθρωπος με κάθε άλλο ζώο.[4] Αφαιρείται επομένως από τον πρόσφυγα η πτυχή της ύπαρξης του που τον προστατεύει από το να εκδιωχθεί και να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Βρίσκεται σε ένα καθεστώς εξαίρεσης (state of exception)[5] έξω από τα όρια της κοινωνίας και της θεσμοθετημένης, ευνομούμενης κανονικότητας.
Σε αυτή την κατάσταση -διωγμένος και παρίας- αναζητά καταφύγιο και προστασία, έναν νέο τόπο για να υπάρξει. Πορεύεται προς την ουτοπία, έναν τόπο εντελώς διαφορετικό από τη δική του κοινωνική πραγματικότητα -τη βία, τον αποκλεισμό και τις διώξεις- που είναι ιδεατός ή τέλειος.[6] Σαν να κοιτά μέσα από έναν καθρέφτη [7], βλέπει τον εαυτό του εκεί που δεν είναι -σε έναν τόπο ασφαλή- ενώ, την ίδια στιγμή, βλέπει τον εαυτό του, ιδεατά, σε ένα τόπο ασφαλή, που υπάρχει, κάπου. Αυτό το κάπου, ο τόπος που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αλλά που ο πρόσφυγας ελπίζει ότι θα βρει, είναι τελικά, στα πλαίσια του σύγχρονου οικονομικό-πολιτικού μοντέλου διαχείρισης, η ετεροτοπία του προσφυγικού καταυλισμού, μια ετεροτοπία της απόκλισης (heterotopia of deviation) [8]. Σε μία τοποθεσία έξω από τα όρια της κοινωνικής και αστικής συνέχειας, αυτός ο άλλος τόπος, δέχεται ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, αβεβαιότητας και επισφάλειας. Στην Ευρώπη του 2016, που είναι αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτές οι ετεροτοπίες, έχουν τη μορφή κέντρων προσωρινής διαμονής, επιτήρησης, κράτησης, διαμετακόμισης, αναμονής. Χώροι επίσημοι ή άτυποι, πάντα έξω από τα όρια του αστικού ιστού και πάντα με τονισμένη την πτυχή της προσωρινότητας, παρατείνουν την επισφάλεια των προσφύγων καθώς τους τοποθετούν σε ένα διαρκές κοινωνικό περιθώριο.
Φιλοξενία, σημαίνει να μοιράζεσαι τον τόπο σου, να γίνεται κοινό κτήμα ανάμεσα σε σένα και τον ξένο. Ωστόσο, τα κέντρα για τους πρόσφυγες διαμορφώνονται και χωροθετούνται έτσι, ώστε να καθίσταται σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στους διαμένοντες εκεί και τους μόνιμους κατοίκους της περιοχής. Επιπλέον, παρουσιάζονται ως προϊόν διεθνούς ή εγχώριας ανθρωπιστικής βοήθειας και όχι ως τρόπος ικανοποίησης του επίσημα κατοχυρωμένου, από τη Διεθνή Κοινότητα, και αναφαίρετου δικαιώματος κάθε πρόσφυγα για προστασία και άσυλο. Είναι η απόλυτη έκφραση εκείνης της περίεργης στροφής που εντοπίζει ο Rancière, από την ανθρωπιά στη φιλανθρωπία (from Humanity to Humanitarian) και από τη συζήτηση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε εκείνη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τους ισχυρισμούς που γίνονται στο όνομα των τελευταίων, να εμφανίζουν σαφείς παραμορφώσεις.[9]
Στο κέντρο διαμονής του Ελαιώνα, οι πρόσφυγες φτάνουν από τα νησιά του Αιγαίου, μένουν λίγες ημέρες και συνεχίζουν το ταξίδι τους για τα σύνορα και τη βόρεια Ευρώπη, αναζητώντας την ουτοπία τους και διεκδικώντας την ύπαρξη τους. Πρόκειται για έναν καταυλισμό με 94 κοντέινερ, που εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαμονής, σίτισης και περίθαλψης σε 720 άτομα· ένα διαμετακομιστικό κέντρο προσφύγων στον μεταφορικό και διαμετακομιστικό κόμβο της πρωτεύουσας.
Η περιοχή του Ελαιώνα – η ελαιοπαραγωγός γη της αρχαίας Αθήνας- είναι σήμερα σημαντικά υποβαθμισμένη. Οι βιομηχανικές χρήσεις του κοντινού παρελθόντος και η ρύπανση που αυτές συσσώρευσαν στο έδαφος, η εγκατάλειψη που άφησε η αποβιομηχάνιση της περιοχής από τη δεκαετία του 1980 και μετά, αλλά και οι μεταφορικές, αποθηκευτικές και διαμετακομιστικές χρήσεις της παρούσας περιόδου και η όχληση που αυτές προκαλούν, έχουν επιβαρύνει σημαντικά την ποιότητα του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος. Η κλίμακα της περιοχής, η φύση των χρήσεων αλλά και η διασπορά τους, την κάνουν πρακτικά απροσπέλαστη τις ώρες που οι επιχειρήσεις βρίσκονται εκτός λειτουργίας, ενώ παράλληλα ευνοείται η ανάπτυξη παράτυπων και παράνομων δραστηριοτήτων. Ο Ελαιώνας παρουσιάζει παθογένειες σε επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού και αστικής συνοχής και, παρόλο που βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 4χλμ από το κέντρο της Αθήνας, αποτελεί μία ζώνη έξω από τον δομημένο και συνεχή αστικό ιστό, μια γκρίζα τρύπα στην αστική ακολουθία. Η χωροθέτηση του προσφυγικού κέντρου εκεί, ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ετεροτοπικότητα του· τη λειτουργία του μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας αλλά έξω από τα όρια της κοινωνικής κανονικότητας, ως κομμάτι του αστικού περιβάλλοντος αλλά έξω από την αστική συνέχεια.
Η ετεροτοπία του προσφυγικού καταυλισμού δημιουργεί μια γέφυρα ανάμεσα στο χώρο και αποσπάσματα του χρόνου, ή καλύτερα πολλών χρόνων που κινούνται παράλληλα. Η εφήμερη κατασκευή στεγάζει πρόσκαιρα ανθρώπους που βρίσκονται σε μια διαρκή, ενδιάμεση κατάσταση προσωρινότητας, περιμένοντας να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η πρόσκαιρη διαμονή των προσφύγων που αντικαθίστανται στα κοντέινερ διαμονής από άλλους και εκείνοι από τους επόμενους, διαμορφώνει έντονη επαναληπτικότητα στις διαδικασίες αλλά και μια σύγκρουση ανάμεσα στη συνέχεια του χρόνου λειτουργίας του καταυλισμού και τη διακοπή του χρόνου διαμονής του πρόσφυγα που αποχωρεί. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία κατασκευή, στο χώρο, που ενώ βρίσκεται στο παρόν, ανακλά το παρελθόν, εκείνο του 1922, όταν οι ανέστιοι πρόσφυγες από την Ανατολή ήταν και πάλι παρίες και στέλνονταν και πάλι έξω από τα όρια της πόλης, σε περιοχές υποβαθμισμένες ή μακρινές, για να μη διαταραχθεί η κοινωνική ισορροπία και η κανονικότητα. Περιστέρι, Αγ. Ιωάννης Ρέντης, Αιγάλεω, Ταύρος, είναι όλες συνοικίες στα όρια του Ελαιώνα και όλες δημιουργήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων που κατά εκατοντάδες χιλιάδες εισέρευσαν στο λεκανοπέδιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο προσφυγικός καταυλισμός στον Ελαιώνα, όπως και κάθε παρόμοια κατασκευή στο χώρο, σαν γνήσια ετεροτοπία, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση. Αποτελεί έναν απατηλό χώρο που επικαλείται ότι φιλοξενεί πρόσφυγες – ουσιαστικά παρέχει προσωρινή διαμονή στους ανεπιθύμητους της Δύσης- ενώ, συγχρόνως, μέσα ακριβώς από αυτή την ίδια την ύπαρξη του, καταγγέλλει την ευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα, δείχνοντας ότι εκείνη είναι η αληθινή ψευδαίσθηση. Όταν, κάποια στιγμή, οι πρόσφυγες αποχωρήσουν εντελώς από τον Ελαιώνα, η εφήμερη ετεροτοπία του καταυλισμού θα απομακρυνθεί, χωρίς να αφήσει ίχνη, όπως γίνεται με κάθε προσωρινή κατασκευή στο χώρο. Το τοπίο του Ελαιώνα είναι ούτως ή άλλως ιδιαίτερα ασαφές, θολό και δαιδαλώδες για να διατηρήσει καθαρό ένα τέτοιο αποτύπωμα. Δεν είναι στο αστικό τοπίο, αλλά στα βιβλία της ιστορίας, που οι κατασκευές αυτές θα αφήσουν τα ίχνη τους. Εκείνα θα γράψουν για ανθρώπους που ξεριζώθηκαν, για ανθρώπους που συμπαραστάθηκαν στους ξεριζωμένους, για συμφέροντα που επένδυσαν και κέρδισαν από τη μακρά πορεία των διωγμένων και εκπατρισμένων, προς την ουτοπία.
Κ.Κ.
[1] Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ, μτφρ. Θεόδωρος Μαυρόπουλος, εκδόσεις Ζήτρος, 2007, στ. 14-18
[2] Convention and Protocol Relating to the Status of Refugees, http://www.unhcr.org/3b66c2aa10.html
[3] Hannah Arendt, «We Refugees», in Altogether Elsewhere, Writers on Exile, edited by Marc Robinson, Faber and Faber, London p.110-119
[4] Giorgio Agamben, Homo Sacer, Sovereign Power and Bare Life, trans. Daniel Heller-Roazen, Stanford University Press, 1998
[5] Ibid
[6] Ο όρος utopia χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον sir Thomas More στον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του που δημοσιεύτηκε το 1516. Προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ου+τόπος= μη τόπος , τόπος που δεν υπάρχει. Ωστόσο στα αγγλικά η λέξη utopia προφέρεται ομοίως με τη λέξη eutopia ( ευ+τόπος= καλός τόπος). Η παραπάνω συνθήκη αποτέλεσε το έναυσμα για μια σειρά από διαφορετικές ερμηνευτικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις σχετικά με την έννοια της ουτοπίας.
[7]Foucault Michel, «Of Other Spaces, 1967», trans. Lieven De Cauter, Michiel Dehane, in Heterotopia and the City: Public space in a postcivil society, ed. Michiel Dehaene & Lieven De Cauter, Routledge, 2008
[8] Ibid.
[9] Jacques Rancière, Dissensus, On Politics and Aesthetics, trans. Steven Corcoran, Continuum, 2010.
Featured Image: Από τον περίβολο του καταυλισμού στον Ελαιώνα.
1 Σχόλιο