Καθώς η θεά Αθηνά επέστρεφε από την Πεντέλη κουβαλώντας ένα βράχο για την οχύρωση της Ακρόπολης, κοράκια την πληροφόρησαν πως οι κόρες του Κέκροπα είχαν ανοίξει το καλάθι που τους είχε εμπιστευτεί, μέσα στο οποίο φυλούσε τον Εριχθόνιο, το μωρό του Ήφαιστου και της Γαίας. Ταράχτηκε από την άσχημη είδηση και ο βράχος της έπεσε από τα χέρια. Τα κοράκια από τότε έγιναν μαύρα και η Αθήνα απέκτησε το λόφο του Λυκαβηττού και την υψηλότερη κορυφή της.
Για την πόλη, το πρώτο φως (=λύκη) προβάλει (=βαίνει) πίσω από το ύψωμα του βράχου χαρίζοντας σε εκείνη την κάθε νέα μέρα και σ’ εκείνον το όνομα του. Η ετυμολογία της λέξης αναζητείται επίσης στο αρχαίο προ-ελληνικό, αιγυπτιακό ουσιαστικό λυκάβας (=εκ του λύκη, η οδός του φωτός, ο δρόμος του ήλιου, το έτος).
Ο βράχος της Αθηνάς- και του φωτός- έγινε μέσα στους αιώνες ελαιώνας, βοσκοτόπι, λατομείο, πολυβολείο, ξανά λατομείο και έφτασε στη σύγχρονη εποχή σαν ένας ταλαιπωρημένος, φαγωμένος και εγκαταλειμμένος ογκόλιθος, έρμαιο αδιαφορίας και κοντόθωρης εκμετάλλευσης. Για καλή του τύχη δέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 την εμπνευσμένη και σωτήρια πρόταση της Άννας Συνοδινού να φιλοξενηθεί στην πληγωμένη βόρεια πλαγιά του, το θέατρο της. Η ηθοποιός αναζητούσε νέα στέγη μετά την αποχώρηση της από το Εθνικό Θέατρο και βρήκε στα έρημα νταμάρια του Λυκαβηττού τον ιδανικό τόπο.
Ο δρομάκος που έφτανε έως τον Άγιο Ισίδωρο στένευε ακόμα περισσότερο ως να φτάσεις στα νταμάρια. Εκεί είχαν αποτεθεί όλα τα μπάζα από το κτίσιμο του ξενοδοχείου Χίλτον. Ανεβήκαμε. Θεέ μου! Κρανίου τόπος. Ξεραΐλα, χωματερή, σκουπιδαριό, περιβάλλον επικίνδυνο ακόμα και μέρα μεσημέρι. Οι ασφόδελοι και δύο τρία πένθιμα κυπαρίσσια μοναδικό πράσινο.[1]
Κι όμως, εκείνο το άγριο τοπίο, το τραχύ και κατατραυματισμένο, το απόμερο αλλά και κοντινό, το ήσυχο μέσα στην πολύβουη πόλη, ήταν ιδανικό για να υποδεχτεί ένα νέο θέατρο αρχαίου δράματος στα πρότυπα των κλασσικών. Το νταμάρι έχει ένα μεγαλείο μέσα στην αγριότητα του, έχει μια αισθητική δωρική, επιβλητική, κοφτή που ξαφνιάζει και τρομάζει ίσως· μια αισθητική που ταιριάζει με το πνεύμα του αρχαίου δράματος. Το νταμάρι έχει και την πέτρα, το υλικό που ενισχύει σημαντικά τον ήχο μέσω της ανάκλασης και βοηθά στην ακουστική. Το νταμάρι τέλος περιέχει την ύβρη. Την αυθάδη και αλαζονική εκμετάλλευση του φυσικού πόρου και την εγκατάλειψη του διαλυμένου τοπίου για να γίνει σκουπιδότοπος και να ρημάξει. Με το θέατρο, αυτός ο τόπος ο άγριος, ο αδρός, ο ατιμασμένος, γίνεται ξαφνικά ευγενής· γίνεται τόπος υψηλής τέχνης και κάθαρσης.
Στόχος της Συνοδινού δεν ήταν μοναχά η κατασκευή ενός θεάτρου αλλά η δημιουργία ενός πυρήνα καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που θα στρεφόταν γύρω από την ελληνική δραματική τέχνη και την αρχαία τραγωδία. Το θέατρο θα παρουσίαζε αποκλειστικά έργα Ελλήνων δραματουργών ενώ η λειτουργία του θα συνοδευόταν από εκείνη μιας σχολής αρχαίου δράματος. Η πρωτοβουλία αυτή προσέφερε ουσιαστικά στην πόλη τη δυνατότητα να αποκτήσει έναν δεύτερο ισχυρό πόλο θεατρικής δραστηριότητας και πολιτισμού που θα λειτουργούσε συμπληρωματικά προς εκείνον της Ακρόπολης και του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού. Επιπλέον καθιστούσε το λόφο του Λυκαβηττού, έστω και καθυστερημένα, σημείο αναφοράς για την πολιτισμική αλλά και κοινωνική δραστηριότητα της πόλης. Λόγω της μεγάλης κλίσης του αλλά και καθώς βρισκόταν έξω από τα τείχη της αρχαίας Αθήνας, ο λόφος δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος της δομής της πόλης, των θαυμαστών αρχιτεκτονικών έργων και των σπουδαίων πολιτικών και συλλογικών ζυμώσεων που έλαβαν χώρα στους γειτονικούς λόφους της Ακρόπολης, του Φιλοπάππου και της Πνύκας. Τώρα ο Λυκαβηττός είχε τη δική του ευκαιρία.
Οι διαδικασίες για τη δημιουργία του θεάτρου ξεκίνησαν το Μάιο του 1964. Η έκταση του παλαιού λατομείου ανήκε στην Εκκλησία. 12 στρέμματα μισθώθηκαν στη Συνοδινού για κάθε τριμηνιαία θερινή περίοδο σε βάθος 20 χρόνων. Η ηθοποιός ήρθε σε επαφή με τον Ε.Ο.Τ αναζητώντας οικονομική στήριξη για το εγχείρημα της. Ο Ε.Ο.Τ της αρνήθηκε δάνειο, ανέλαβε ωστόσο το κόστος της κατασκευής φροντίζοντας πρώτα να εξασφαλίσει (μέσω ανταλλαγής) την κυριότητα της έκτασης από τον Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Το θέατρο θα βρισκόταν ουσιαστικά στην κυριότητα του Ε.Ο.Τ και θα παραχωρούταν στη Συνοδινού για τρεις μήνες το χρόνο. (ήττα 1η)
Η Συνοδινού μελέτησε για καιρό το χώρο μαζί με σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης όπως ο Μάριος Πλωρίτης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Αλέξης Σολομός, ο Γιώργος Σισιλιάνος προκειμένου να διαμορφώσει γνώμη για το είδος του θεάτρου που έπρεπε να χτιστεί στο βράχο. Κατέληξε πως εκείνο που χρειαζόταν ήταν ένα θέατρο με ολόκληρη ορχήστρα σε αντίθεση με τη μισή του Ηρώδειου και μεγάλη σκηνή με ελεύθερο ορίζοντα χωρίς ένα δεσμευτικό, μόνιμο φόντο από τον περιβάλλοντα χώρο του λατομείου να υπαγορεύει τις σκηνογραφικές δυνατότητες. Η ακουστική του χώρου μελετήθηκε ενδελεχώς, με την ηθοποιό να απαγγέλει δοκιμαστικά από διάφορα σημεία προκειμένου να βρεθεί εκείνος ο προσανατολισμός της σκηνής απ’ όπου η φωνή του ηθοποιού θα έφθανε σε ακέραιη ηχητική απόδοση στο κοίλο. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν και η Συνοδινού ανέθεσε την εκπόνηση της μελέτης στον Τάκη Ζενέτο.
Ο αρχιτέκτονας ονομάζει την πρόταση του: Θέατρο Αχιβάδα. Κάτω από την ορχήστρα του θεάτρου θα θεμελιωνόταν ένα βάθρο από οπλισμένο σκυρόδεμα. Το κοίλο, 5000 θέσεων, θα στηριζόταν σε πρόβολο από το βάθρο αυτό. Χωρίς υποστυλώματα και χωρίς άλλες στηρίξεις το κοίλο θα έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Κάτω από το μπετονένιο επίπεδο θα χωροθετούνταν όλες οι βοηθητικές λειτουργίες του θεάτρου, τα καμαρίνια, οι τουαλέτες, οι αποθήκες, οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και η σχολή θεάτρου. Η μελέτη περιελάμβανε επίσης αυτοκινητόδρομο πρόσβασης στο θέατρο και χώρο στάθμευσης. Το συνολικό ύψος της δαπάνης υπολογίστηκε στα 7.000.000 δρχ. και τα σχέδια κατατέθηκαν στον Ε.Ο.Τ τον Ιανουάριο του 1965.
Η πρόταση κρίθηκε απαράδεκτη από μια σειρά αρμόδιων φορέων, συλλόγων και μερίδας του τύπου γιατί δεν εναρμονιζόταν με τους γύρω βράχους, γιατί δεν είχε μελετηθεί επαρκώς η πρόσβαση στο θέατρο, γιατί οι Αθηναίοι θα υποχρεώνονταν να σκαρφαλώνουν στο βράχο για να δουν μια παράσταση, γιατί έπρεπε να γίνει μια συνολική μελέτη αισθητικής αξιοποίησης του λόφου, γιατί αν εφαρμοζόταν θα κατέστρεφε πολύ πράσινο (σε ένα φαλακρό τοπίο) ή γιατί θα θιγόταν η αισθητική θέα του λόφου για όσους θα τον έβλεπαν ταξιδεύοντας με αεροπλάνο. Ύστερα από σύσκεψη του Ε.Ο.Τ με εκπροσώπους αρχιτεκτονικών φορέων και πολεοδόμους κρίθηκε πως το σχέδιο του Ζενέτου είναι υπερβολικό, δεν πρέπει να εφαρμοστεί και ο Ε.Ο.Τ έπρεπε να προκηρύξει πανελλήνιο διαγωνισμό για την αξιοποίηση του Λυκαβηττού. (ήττα 2η)
Ωστόσο οι εργασίες προετοιμασίας στο χώρο του παλιού λατομείου είχαν ήδη ξεκινήσει και η Συνοδινού είχε προγραμματίσει τις παραστάσεις για τη θερινή περίοδο του 1965. Έτσι οι δυο πλευρές υπέγραψαν την τελική συμφωνία μίσθωσης του χώρου σημειώνοντας πως σε περίπτωση αδυναμίας ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου έως τον Ιούνιο του 1965, ο Ε.Ο.Τ αναλαμβάνει την υποχρέωση να κατασκευάσει προσωρινό λυόμενο θέατρο 3000 θέσεων που θα τεθεί στη διάθεση της μισθώτριας. Με τον τρόπο αυτό δινόταν λύση για την προσεχή θεατρική περίοδο και η προοπτική μιας μονιμότερης κατασκευής εν καιρώ. Ο Ε.Ο.Τ προκήρυξε μάλιστα διαγωνισμό για τη διαμόρφωση ενός άλσους περιπάτου και αναψυχής στο λόφο, ο οποίος δεν προχώρησε τελικά ποτέ.
Το Μάρτιο του 1965 κατατέθηκε η μελέτη των Ζενέτου-Σκαλαίου για το προσωρινό, λυόμενο θέατρο του Λυκαβηττού, 3000 θέσεων. Η πρόταση που δημοσιεύτηκε και στον τόμο World Architecture 4 με τον τίτλο «Temporary Theater, Athens» άντλησε την έμπνευση της από τη μορφή του ραδιοτηλεσκόπιου. Αποτελούσε μια μεταλλική κατασκευή που προσγειώθηκε στο μεγάλο κενό του λατομείου και λειτουργούσε ανεξάρτητα, συμπληρωματικά της μορφολογίας του εδάφους, αφήνοντας ανέπαφο το περιβάλλον σεληνιακό τοπίο. Η μορφή του θεάτρου ήταν ένας παραβολοειδής κώνος που επέτρεπε την ανεμπόδιστη θέα της σκηνής από όλες τις θέσεις και δεν δημιουργούσε ακουστικές σκιές. Όλες οι συμπληρωματικές, βοηθητικές λειτουργίες τοποθετήθηκαν υπό το κοίλο του θεάτρου, κάτω από το επίπεδο της ορχήστρας. Τα καθίσματα ήταν από ξύλο και το δάπεδο της ορχήστρας από χώμα για να ευνοείται ο ήχος.[2] Όλα τα κατασκευαστικά στοιχεία σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά και η ανακατασκευή τους σε άλλες τοποθεσίες. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία μεταφορά και αντικατάσταση του θεάτρου το οποίο αν και προσωρινό έχει συμπληρώσει πια σχεδόν μισό αιώνα στην πλαγία του λόφου.
Το θέατρο κατασκευάστηκε από εταιρεία άλλη από εκείνη που είχε προτείνει ο Ζενέτος και το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει διαφορές σημαντικές σε σχέση με τα αρχικά σχέδια όπως αναφέρει ο ίδιος στη δημοσίευση του στο World Architecture 4. Ωστόσο σημειώνει πως η γεωμετρία, η καθαρότητα της μορφής και η άϋλη διαφάνεια του φορέα επιτυγχάνουν να αποδώσουν τη σχέση της κατασκευής με το σεληνιακό περιβάλλον.[3] Η Συνοδινού ωστόσο στο βιβλίο της αναφέρει πως ο Ζενέτος βαθιά απογοητευμένος από τα γεγονότα δεν ξανανέβηκε στο χώρο.
Το θέατρο εγκαινιάστηκε στις 12 Ιουνίου του ’65 με την παράσταση της Αντιγόνης σε μετάφραση Τάσου Λιγνάδη, απόδοση Γιάννη Ρίτσου και σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου. Λειτούργησε ελεύθερα και δημιουργικά για τρία καλοκαίρια φιλοξενώντας παραστάσεις αρχαίου δράματος. Κι ύστερα ήρθε η δικτατορία. Μαζί της ήρθε και το τέλος του θεάτρου του Λυκαβηττού έτσι όπως το είχαν οραματιστεί οι εμπνευστές του.
Ο Ε.Ο.Τ ως αρμόδιος φορέας για την έγκριση του προγράμματος του θεάτρου λογόκρινε την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη που ετοιμαζόταν για το καλοκαίρι του ΄67 γιατί – όπως ισχυρίστηκε στην ηθοποιό ο υπεύθυνος για τη λογοκρισία λοχαγός- ο Προμηθέας είναι αυθάδης και δηλώνει πως δεν θα σεβαστεί το θεό. Κατόπιν ο Ε.Ο.Τ κατέλαβε το θέατρο για τη θερινή περίοδο με διάφορες δραστηριότητες αφήνοντας στη Συνοδινού λίγες μέρες τον Οκτώβρη για τις παραστάσεις της Ηλέκτρας που ήταν και οι τελευταίες που παίχτηκαν στο θέατρο. Μετά λίγες εβδομάδες της κατασχέθηκε το διαβατήριο για να μην προχωρήσει σε περιοδεία στο εξωτερικό.
Η ηθοποιός δημοσιοποίησε την αντίθεση της με το αντιδημοκρατικό καθεστώς και τη στέρηση της ελευθερίας του λόγου με την συνειδητή αποχή της από κάθε θεατρική δραστηριότητα. Το Μάιο του 1969 ηχογράφησε ένα μήνυμα διαμαρτυρίας που αναμεταδόθηκε από τα διεθνή μέσα ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους συμμετείχε σε εκπομπή του BBC κατά της δικτατορίας και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντιδρώντας στις κινήσεις της Συνοδινού το καθεστώς προχώρησε σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης του θεάτρου και σε κατάσχεση του.
Ήρθαν τα φορτηγά και πήραν την ψυχή μου. Πήραν την Ποίηση· την Αντιγόνη, τις Εκκλησιάζουσες, την Πραξαγόρα, την Ελένη και τον Τεύκρο, τη Λυσσιστράτη· τις αγωνιζόμενες για την Ειρήνη γυναίκες· πήραν την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, την Ιφιγένεια και τις γυναίκες της Αυλίδας· πήραν τα όνειρα, τα δάκρυα και τα γέλια των θεατών…[4] (ήττα 3η)
Το θέατρο του Λυκαβηττού λειτουργεί έκτοτε ως ένας λαοφιλής χώρος παραστάσεων ποικίλου ρεπερτορίου και ετερόκλιτων μουσικών συναυλιών. Έχει ευέλικτη σκηνή, εξαιρετική θέα και άνετο parking. Είναι σημείο αναφοράς για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της πρωτεύουσας ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες και τόπος αγαπημένης ανάμνησης της πρώτης συναυλίας κάθε έφηβου. Ωστόσο δεν έγινε ποτέ εκείνο που οραματίστηκαν οι δημιουργοί του. Δεν αποτέλεσε πυρήνα μελέτης, διδασκαλίας και εξέλιξης του αρχαίου δράματος, ούτε δείγμα πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής έκφρασης παρόλο που υπήρχαν οι καλύτερες προϋποθέσεις να είναι και τα δύο. Το θέατρο του Λυκαβηττού είναι κατά έναν τρόπο ο τόπος του ονείρου και της διάλυσης μαζί, της αρμονίας και της οδύνης, εκεί που σμίγει το απολλώνιο με το διονυσιακό, όπως ακριβώς και η αρχαία αττική τραγωδία που είναι Αντιγόνη και Κασσάνδρα μαζί.[5]
Κ.Κ
[1] Άννα Συνοδινού, Πρόσωπα και Προσωπεία, εκδόσεις: Αδελφοί Βλάσση, 1998, σελ.255,256
[2] Κατά την κατασκευή, προστέθηκαν επιπλέον κερκίδες στο κοίλο του θεάτρου, τοποθετήθηκαν τελικά τα γνωστά πλαστικά καθίσματα σε τρία χρώματα ενώ και η επίστρωση του δαπέδου έγινε από διαφορετικό υλικό από εκείνο της μελέτης.
[3] Takis Zenetos, “Temporary theater, Athens», World Architecture, 4, London: Studio Vista, 1967, σελ. 188-191
[4] Συνοδινού, Πρόσωπα και Προσωπεία, σελ. 346
[5] Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Βάνιας, 2008.
Image references:
Feature image: Tο σχέδιο του θεάτρου είναι από το: Takis Zenetos, “Temporary theater, Athens», World Architecture, 4, London: Studio Vista, 1967, σελ. 189.
Images 1,2: Άννα Συνοδινού, Πρόσωπα και Προσωπεία, εκδόσεις: Αδελφοί Βλάσση, 1998, σελ.266.
1 Σχόλιο