Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Έκανε όξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστεί από τις ανάσες. Πέντ’ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.
Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν’ ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Οι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.
[…]
Ήμουν έτοιμος να δεχτώ το θάμα. Μα γελάστηκα· ένας γέρος, εξηνταπενηντάρης, πανύψηλος, ξερακιανός, με γουρλωμένα τα μάτια, είχε κολλήσεθ το μούτρο του στο τζάμι και με κοίταζε. Κρατούσε ένα μικρό πιτακωτό μπόγο κάτω από τη μασκάλη.
Ό,τι απ’ όλα μου ‘κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.
Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.
– Ταξίδι; με ρώτησε. Για πού, με το καλό;
– Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;
– Με παίρνεις μαζί σου;
Τον κοίταξα με προσοχή. Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν.
– Γιατί; τι να σε κάμω;
Σήκωσε τους ώμους.
– Γιατί! Γιατί! έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με, ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!…
Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τα λόγια του· μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα ‘ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά στο μακρινό έρημο ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες… Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· μου άρεσε.
– Τι συλλογιέσαι; μου κάνει κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!
Στέκουνταν από πάνω μου ματράχαλος, κοκαλιάρης, και κουράζομουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε.
– Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;
Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.
– Φασκόμηλο; έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!
Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»
– Τι δουλειά κάνεις; τον ρώτησα.
– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.
– Πού δούλευες τώρα τελευταία;
– Σ’ ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που ‘χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
– Μα γιατι; τι σου ‘καμε;
– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
– Τότε λοιπόν;
– Ού, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. Ο πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.
Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε ο πιο καταπληχτικός, και μου άρεσε. Κοίταξα τον καινούριο σύντροφο· το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το ‘χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο, ύστερα από λίγα χρόνια, μου ‘καμε την ίδια εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο του Παναΐτ Ιστράτη.
– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;
Ο σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.
– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς.
Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.
– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.
– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;
– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.
– Πώς σε λένε;
– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που ‘μαι μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946)
Feature photo: Εικόνα καφενείου από τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
1 Σχόλιο