Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936
Γιώργος Σεφέρης, «Ένας λόγος για το καλοκαίρι», Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
We’ve returned to autumn again; summer,
like an exercise book we’re tired of writing in, remains
full of deletions, abstract designs,
question marks in the margin; we’ve returned
to the season of eyes gazing
into the mirror under the electric light
closed lips and people strangers
in rooms in streets under the pepper-trees
while the headlights of cars massacre
thousands of pale masks.
We’ve returned; we always set out to return
to solitude, a fistful of earth, to the empty hands.
And yet I used to love Syngrou Avenue
the double rise and fall of the great road
bringing us out miraculously to the sea
the eternal sea, to cleanse us of our sins;
I used to love certain unknown people
met suddenly at the end of the day
talking to themselves like captains of a sunken armada,
evidence that the world is large.
And yet I used to love these roads here, these columns,
even though I was born on the other shore, close
to reeds and rushes, islands
where water gushed from the sand to quench
the thirst of a rower, even though I was born
close to the sea that I unwind and wind on my fingers
when I’m tired – I no longer know where I was born.
There still remains the yellow essence, summer,
and your hands touching medusas on the water
your eyes suddenly open, the first
eyes of the world , and the sea caves:
feet naked on the red soil.
There still remains the blond marble youth, summer,
a little salt dried in the rock’s hollow
a few pine needles after the rain
scattered and red like broken nets.
I don’t understand these faces I don’t understand them,
sometimes they imitate death and then again
they gleam with the low life of a glow-worm
with a limited effort, hopeless,
squeezed between two wrinkles,
between two stained café tables;
they kill one another, grow smaller,
stick like postage stamps to window panes –
the faces of the other tribe.
We walked together, shared bread and sleep
tasted the same bitterness of parting
built our houses with what stones we had
set out in ships, knew exile, returned
found our women waiting –
they scarcely knew us, no one knows us.
And the companions wore statues, wore the naked
empty chairs of autumn, and the companions
destroyed their own faces: I don’t understand them.
There still remains the yellow desert, summer,
waves of sand receding to the final circle
a drum’s beat, merciless, endless,
flaming eyes sinking into the sun
hands in the manner of birds cutting the sky
saluting ranks of the dead who stand at attention
hands lost at a point beyond my control and mastering me:
your hands touching the free wave.
Autumn, 1936
George Seferis, ‘A Word for Summer’, Book of Exercises (1928-1937), translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard.
Featured Image: https://commutinginathens.tumblr.com/
Διαβάστε επίσης:
Χρήστος Αντωνίου, «Οι γοργόνες του Σεφέρη και το ποιητικό του όραμα»
(http://diastixo.gr/arthra/2685-gorgona-seferis)
Φωτεινή Μαργαρίτη, «Η ‘ανακάλυψη’ της Συγγρού και η Γενιά του ’30» (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=169037):
H λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον μια ταυτότητα διπλή, πραγματική αλλά και συμβολική. Είναι η υπέρβαση της παράδοσης, η φυγή προς τα εμπρός και ο δυναμισμός μιας επαναπροσδιοριζόμενης ταυτότητας και εθνικού στίγματος, που επιχειρεί να καλύψει το κενό της Μεγάλης Ιδέας.
Είναι χαρακτηριστικό σ’ αυτό το σημείο το κείμενο που γράφει ο Γ. Σεφέρης (περιοδικό «Εποχές» 1967) με αφορμή τον πρόωρο θάνατο του Γ. Θεοτοκά.
«… Πρέπει να είταν, αν θυμούμαι σωστά, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του ’40. Κουβεντιάζαμε στο σπίτι ενός ξένου που γύρευε αρκετά στεγνά να μάθει τι καινούργιο έφερε στα γράμματα η γενεά μας. (…). – Τη Λεωφόρο Συγγρού, του αποκρίθηκα. Σε λίγο ο Φαβρίκιος (Γ. Θεοτοκάς) έσκυψε στ’ αυτί μου και ψιθύρισε: – Να σου πω κάτι ακόμα που ανακάλυψε η γενεά μας. Το Λυκαβηττό – η αντίθεση του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης (…) Οχι πως είχαμε καμιάν αντιδικία με την Ακρόπολη ή τον Παρθενώνα, αλλά συμβόλιζαν, πιστεύω, τη δυσφορία που μας έδιναν ο εξευτελισμός κάθε άξιου και τίμιου πράγματος από τις ελεεινές ρητορείες μας…».
2 Σχόλια