Μαρία θυμάσαι στις ράγες του τραμ εκείνο το πένθος
είχαμε βγει απ’ το μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς
όταν ο ήλιος έκρουε τα χαράματα.
Ξάφνου τη λάμψη πήρες άλλου άνθους ενώ μοναξιασμένη
ακούγεται κοντά μας η καμπάνα της Μεγάλης Πέμπτης
κι ο Γιάννης να κοιτάζει ακτήμων.
Είπα εντός του τρόμου δεν άκουσε κανείς
ο άγγελος απ’ τα φωσφορικά ουράνια
στο γκρεμισμένο χρόνο αδειάζει το κακό
κι ο πιο μικρός μας θόρυβος θα κρυσταλλώσει απάνω, εκεί, μακριά.
Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης
και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμεικού
(Άξιε ταύρε – καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).
Χαρά ηλιακή μας περιβάλλει κ’ η Μαρία βλέπει χορούς εκστατική
στα συμπλέγματα των λουλουδιών –
εγώ τον Άγιο Φραγκίσκο έβλεπα με τους φίλους του ανέμους
τον πρώτο πετεινό απ’ τα μεσάνυχτα
της αττικής ημέρας κήρυκα ώσπου τα νέφη τη σήκωσαν ψηλά
με τις γριές που είχαν μεταλάβει, με τον ιερέα
ώσπου τα νέφη την πήραν ψηλά τη μέρα
και τη μισοχτισμένη εκκλησιά
τη Λαχαναγορά
και τα μικρά καρότσια με τα γαϊδουράκια.
Και ιδού ο Γιάννης τρέχει προς το μέρος μας
ωσάν ασώματος Τι βαθύ που είναι το λουλούδι, λέει,
και μας έδειξε κοντά μας ένα
ωστόσον άλλο λουλούδι είχε δει μακριά με τους νεκρούς.
Μα τα λουλούδια είναι τόσο αδελφωμένα
κάθε στιγμή κερδίζεις το νόημα του λουλουδιού κοιτάζοντας
κάθε στιγμή το χάνεις…
Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα
της ορθοδοξίας μοναχή
πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία
ο Γιάννης
ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.
Νίκος Καρούζος, «Μεγάλη Πέμπτη στα Νέφη», Ποιήματα (1961)
photo: Konstantina Georganta
1 Σχόλιο