Η Καισαριανή είναι μία από τις πολλές συνοικίες της Αττικής που οφείλουν τη δημιουργία τους στη μαζική έλευση των προσφύγων που κατέφθασαν στον ελλαδικό χώρο ύστερα από την ήττα του ελληνικού στρατού και τα όσα δραματικά ακολούθησαν στα παράλια της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922. 8000 περίπου από τους ξεριζωμένους πρόσφυγες που αναζήτησαν προστασία, περίθαλψη και στέγη στην πρωτεύουσα, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές παρυφές του Υμηττού κάτω από άθλιες συνθήκες· σε σκηνές αρχικά και κατόπιν με τη μέθοδο της αυτοστέγασης σε πρόχειρες μονώροφες παράγκες δίπλα στο ρέμα του Ηριδανού ή σε διώροφες πλινθόκτιστες κατοικίες που κατασκευάστηκαν από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων.
Η γειτονιά, που πήρε το όνομα της από την ομώνυμη βυζαντινή μονή στο δάσος του Υμηττού, συγκέντρωνε τα βασικά κοινωνικά και μορφολογικά γνωρίσματα των λαϊκών προσφυγικών συνοικιών. Βρισκόταν έξω από τα όρια της πόλης, μακριά από τις αστικές και μεγαλοαστικές συνοικίες της πρωτεύουσας, στο περιθώριο του αστικού ιστού. Ο πληθυσμός της ομοιογενής, όλοι τους πρόσφυγες, ξεριζωμένοι βίαια από τον τόπο τους, ανήκε κατά κύριο λόγο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αποτελούνταν από ανθρώπους οι οποίοι με κατεστραμμένο οικονομικό υπόβαθρο αναγκάστηκαν να μετατραπούν από έμποροι, αγρότες ή βιοτέχνες σε ανειδίκευτους εργάτες. Οι συνθήκες διαβίωσης δραματικές· πλίθινες καλύβες που έσταζαν το χειμώνα, κοινόχρηστα αποχωρητήρια, παντελής απουσία αποχετευτικού δικτύου, ελλιπής συγκοινωνία· οι δρόμοι παρέμειναν χωμάτινοι για δεκαετίες και η υδροδότηση ολόκληρης της συνοικίας γινόταν για χρόνια από μια και μόνη βρύση.
Η χωροταξική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική περιθωριοποίηση των προσφύγων ενίσχυσε, μεταξύ άλλων, και την πολιτική τους αντιπαράθεση με τους γηγενείς. Τη δεκαετία του ‘20 υπήρχε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς Ελλαδίτες με γνώμονα την πολιτική που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο από το 1930 παρατηρείται μια αποστασιοποίηση του προσφυγικού κόσμου από το βενιζελικο πολιτικό χώρο με αφορμή την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Με αυτό εξισώνονταν οι περιουσίες που εγκατέλειψαν οι Έλληνες Μικρασιάτες με εκείνες των Τούρκων που εκτοπίστηκαν από την Ελλάδα, κατά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Ο προσφυγικός κόσμος ένιωσε πως αδικείται από τον συμψηφισμό καθώς το Σύμφωνο αυτό έβαζε τέλος στην όποια ελπίδα για διεκδίκηση αποζημιώσεων από μέρους του. Το παραπάνω γεγονός σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενα άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις υποβαθμισμένες προσφυγικές συνοικίες και την αδυναμία του Κράτους να βοηθήσει ώστε να βελτιωθεί η οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική θέση των προσφύγων οδήγησε στη μαζική στροφή του προσφυγικού κόσμου προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως στις εκλογές του 1933 το ΚΚΕ συγκέντρωσε ποσοστό 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά και 12,4% στη Ν. Ιωνία. [1]
Όπως ήταν αναμενόμενο κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής που ακολούθησε, ο προσφυγικός κόσμος ταυτίστηκε με το ΕΑΜ συμμετέχοντας ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Στη συνοικία της Καισαριανής ωστόσο η συστράτευση με τις δυνάμεις της οργανωμένης ένοπλης αντιμετώπισης των δυνάμεων κατοχής υπήρξε καθολική για έναν ακόμα λόγο. Η παρουσία του Σκοπευτηρίου μέσα στα όρια του οικισμού έφερνε τους κατοίκους σε άμεση και καθημερινή σχεδόν επαφή με τις μαζικές εκτελέσεις αντιστασιακών από τους Ναζί, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Η Ευτυχία Μουρίκη, αγωνίστρια του ΕΛΑΣ, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Καισαριανή ήταν το κάστρο το άπαρτο. Καλά λένε ότι κάναμε την παράγκα κάστρο και τον κασμά τουφέκι. Αυτό είναι γεγονός, δεν είναι φιλολογία. Σαν ένας άνθρωπος όλοι μαζί, είχε καθαρίσει η Καισαριανή από το 1944, εμένα μου φαίνεται μετά τον Μάη και τους διακόσιους που εκτελέστηκαν, το μεγάλο κακό που έγινε, και ίσως και για αυτό ένας λόγος ήτανε που ερχόντουσαν και γινόντουσαν εκεί οι εκτελέσεις, για να τρομοκρατούν την Καισαριανή και τις ανατολικές γειτονιές. Ότι εδώ είμαστε.»[2]
Το «μεγάλο κακό» που αναφέρεται παραπάνω, είναι η εκτέλεση 200 κρατούμενων από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου την Πρωτομαγιά του 1944. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Η εκτέλεση διατάχθηκε σαν αντίποινα για την δολοφονία, από δυνάμεις της Αντίστασης, ενός Γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του στις 27.04.1944 έξω από τους Μολάους Λακωνίας.[3] Πρόκειται για την πολυπληθέστερη εκτέλεση που έλαβε χώρα στο Σκοπευτήριο κατά τη διάρκεια της Κατοχής και εκείνη που στιγμάτισε περισσότερο τον τόπο λόγω ακριβώς αυτής της μαζικότητας. Ωστόσο ο συνολικός αριθμός των εκτελεσθέντων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής -σύμφωνα τουλάχιστον με τα αρχεία που έχουν διασωθεί- φτάνει τους 739. (13 το 1942, 150 το 1943, 576 το 1944).[4] Ανάμεσα τους ήταν κρατούμενοι, αγωνιστές της Αντίστασης, αντιφασίστες Έλληνες, Ιταλοί και Γερμανοί ακόμα και κάποιοι σαλταδόροι·[5] ήταν άντρες, γυναίκες, έφηβοι, μαθητές, φοιτητές, γέροι, εργάτες, δάσκαλοι, αξιωματικοί, γιατροί· δεν γίνονταν διακρίσεις στις εκτελέσεις, ούτε φυλετικές, ούτε ταξικές, ούτε πολιτικές. Ένοχοι κρίνονταν όλοι όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιτίθονταν ενεργά στο αντιδημοκρατικό, καταπιεστικό, ναζιστικό καθεστώς.
Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής βρίσκεται από το 2005 το Μνημείο Πεσόντων Πατριωτών, έργο του γλύπτη Απόστολου Φανακίδη. Πρόκειται για μια εγκατάσταση στο χώρο που διατάσσεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο βρίσκονται τοποθετημένες 12 στήλες από μαύρο γρανίτη στις οποίες είναι σκαλισμένα τα ονόματα των εκτελεσθέντων στο Σκοπευτήριο την περίοδο 1942-44. Ανάμεσα τους και τα ονόματα των 200 της Πρωτομαγιάς του ‘44. Οι στήλες είναι διαταγμένες σε δύο ομάδες από τρία ζεύγη, εκατέρωθεν μιας υδάτινης επιφάνειας. Μέσω μιας κλίμακας με ελαφρά κλίση ο επισκέπτης οδηγείται στο δεύτερο, ψηλότερο επίπεδο της εγκατάστασης, όπου βρίσκονται τοποθετημένες δύο επιβλητικές επιτύμβιες στήλες από γρανίτη και ορείχαλκο, ύψους 7 μέτρων. Πίσω ακριβώς από τις στήλες βρίσκεται ο πέτρινος τοίχος που διαχωρίζει το χώρο του μνημείου από τον τόπο των εκτελέσεων. Η διαμόρφωση της εγκατάστασης, οι χαράξεις και οι μορφές της, κατευθύνουν ουσιαστικά το βλέμμα του επισκέπτη προς τον τόπο των εκτελέσεων.
Ο γλύπτης χρησιμοποιεί λιτές γραμμές, καθαρές, στιβαρές φόρμες και έντονους συμβολισμούς προκειμένου να προσεγγίσει το νόημα του τόπου και να αποδώσει μέσα από τα εκφραστικά του εργαλεία τη βαθύτερη ουσία της υπόστασης του. Δημιουργεί έναν τόπο πάνω στον τόπο. Έναν τόπο μνήμης πάνω στον τόπο της θυσίας, του πένθους και της βαθιάς θλίψης για το άδικο, το βάρβαρο μιας εκτέλεσης αθώων. Και όπως κάθε τόπος, μπορεί να προσεγγιστεί και να γίνει αντιληπτός μόνο μέσα από τη βιωματική εμπειρία. Στο Μνημείο Πεσόντων Πατριωτών ο επισκέπτης κινείται πρώτα ανάμεσα στις μαύρες γρανιτένιες στήλες με τα ονόματα των θυμάτων, όπως κινείται κανείς ανάμεσα στους τάφους ενός κοιμητηρίου. Κατόπιν ανηφορίζει σταδιακά προς τις δυο μνημειακές στήλες που υψώνονται σε σημείο που βρίσκεται σε πλαισιωμένη, άμεση οπτική επαφή με τον τόπο των εκτελέσεων. Σαν να ανοίγει από το παρόν ένα παράθυρο στο παρελθόν και να κοιτά τον τόπο της εκτέλεσης συμμετέχοντας ο ίδιος στην εμπειρία του τόπου της μνήμης.
Η μνημειακή σύνθεση παράλληλα με τους συμβολισμούς που αφορούν στην ουσία του τόπου της θυσίας και του πένθους, επιχειρεί με έναν τρόπο να ελαφρύνει το βάρος της φόρτισης του. Κινούμενος ο επισκέπτης ανοδικά με τρόπο αργό- όπως υπαγορεύει ο σχεδιασμός των σκαλοπατιών της σύνθεσης- μοιάζει να αφήνει πίσω του σταδιακά το βάρος της απώλειας και του θρήνου και να περνά στο σημείο εκείνο όπου βλέποντας το παρελθόν μπορεί στο παρόν να αναλογιστεί το μέλλον. Ακολουθώντας με το βλέμμα τις 2 επιτύμβιες στήλες που, αν και σκοτεινές και τραχιές στη βάση τους, λειαίνουν με το ύψος, όσο ο γρανίτης δίνει τη θέση του στον ορείχαλκο και η άγρια υφή στη στιλπνή γυαλάδα, δεν μπορεί παρά να γίνει κανείς κοινωνός μια συγκρατημένης, διστακτικής αισιοδοξίας για εκείνο που θα έρθει.
Ο χώρος του μνημείου και ο τόπος των εκτελέσεων είναι δύο ξεχωριστές επιφάνειες που χωρίζονται από έναν ψηλό πέτρινο τοίχο και συνδέονται με μια στενή σκιερή πλαϊνή δίοδο από την οποία οδηγούνταν οι μελλοθάνατοι στον ανοιχτό χώρο των εκτελέσεων. Είναι σημαντικό πως η εικαστική σύνθεση δεν επεμβαίνει με τη φυσική της παρουσία στον τόπο των εκτελέσεων, δεν πατάει πάνω του αλλά διατάσσεται σε έναν χώρο που γειτνιάζει με αυτόν διαμορφώνοντας έτσι τον πρώτο και τελευταίο σταθμό μιας βιωματικής πορείας του επισκέπτη ο οποίος ακολουθεί μια σχεδιασμένη κυκλική διαδρομή: Μνημείο- μονοπάτι μελλοθανάτων- τόπος εκτελέσεων- μονοπάτι μελλοθανάτων- Μνημείο. Σημαντικό είναι επίσης πως ο σχεδιασμός του μνημείου επιτρέπει ή καλύτερα υπαγορεύει κατευθυνόμενες οπτικές φυγές από τον ένα χώρο στον άλλο.
Το νόημα του μνημείου δε βρίσκεται στις φόρμες του αλλά στις εικόνες που οι φόρμες αυτές δημιουργούν στον παρατηρητή και στη συναισθηματική δύναμη που μεταφέρουν. Η σύνθεση του γλύπτη Φανακίδη απευθύνεται στα αισθητηριακά νεύρα που σχετίζονται με την απώλεια και το πένθος και επιχειρεί απευθυνόμενο στις βαθύτερες αυτές στοιβάδες του ανθρώπινου υποσυνειδήτου να ενεργοποιήσει τις ευαίσθητες ίνες της συλλογικής μνήμης που αφορούν στον τόπο της θυσίας, του θρήνου και του τραύματος.
Στη γερμανική γλώσσα υπάρχουν τρεις διαφορετικές λέξεις για να προσδιορίσουν την έννοια του μνημείου. Das Denkmal, είναι ένα έργο τέχνης που τιμά τη μνήμη ενός προσώπου ή κάποιου γεγονότος. Das Mahnmal, είναι ένα μνημείο για να θυμίζει κάποιο ιδιαίτερα αρνητικό γεγονός και να δρα σαν προειδοποίηση για την κοινωνία. Die Gedenkstätte. είναι ένας τόπος όπου μπορεί κανείς να συλλογιστεί ένα σοβαρό ιστορικό γεγονός. Το Μνημείο Πεσόντων Πατριωτών μοιάζει να μπορεί να συνθέσει τις τρεις παραπάνω μορφές μνημείων σε ένα αδιαίρετο όλο καθώς την ίδια στιγμή, τιμά το παρελθόν, καλεί σε σκέψη στο παρόν και βοηθά τη συλλογική μνήμη να παραμείνει ζωντανή στο μέλλον. Στόχος του δεν είναι μόνο να τιμήσει τους νεκρούς αλλά και να αποτελέσει σημείο αναφοράς φωτίζοντας το παρελθόν ενός τόπου σκληρότητας και μαρτυρίου. Την περίοδο της Κατοχής υπήρξαν εκείνοι που εκτελέστηκαν, και εκείνοι που διέταξαν τις εκτελέσεις, εκείνοι που αντιστάθηκαν στις δυνάμεις κατοχής και εκείνοι που τις συνέδραμαν, εκείνοι που πολέμησαν τον Άξονα και εκείνοι που ευνοήθηκαν, οικονομικά ή πολιτικά, λόγω του Άξονα. Η συλλογική μνήμη του Σκοπευτηρίου δεν αφορά μόνο τις εκτελέσεις αλλά όλο το ιστορικό, κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο και τις συνθήκες που τις συνόδευαν και τις προκάλεσαν.
Το Μνημείο Πεσόντων Πατριωτών επιχειρεί να επουλώσει το βαθύ συλλογικό τραύμα αλλά και να θεμελιώσει μια διαφορετική προσέγγιση της μνήμης. Ο επισκέπτης δεν παρατηρεί απλά, εντάσσεται σε μια διαδικασία συμμετοχής. Βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην υλική πραγματικότητα και την άϋλη ουσία του τόπου, ανάμεσα στις μορφές και τα νοήματα. Βιώνει την προσωπική του συνάντηση με την συλλογική μνήμη με τρόπο άμεσο και ενστικτώδη. Η όποια αναστάτωση, δυσφορία ή συγκίνηση δεν επιβάλλεται από τις μορφές αλλά είναι αποτέλεσμα της ατομικής προσέγγισης. Η ίδια η μνήμη εξάλλου δεν επιβάλλεται, δε γίνεται κανείς κοινωνός της με το ζόρι. Η μνήμη μοναχά βιώνεται, από εκείνον που έρχεται ανοικτός και προετοιμασμένος να δεχτεί την επίδραση της, να απορροφήσει τη δυναμική της και να μετουσιώσει τα ίχνη της σε μια βαθιά ατομική, αντιληπτική εμπειρία.
Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής εκτελέστηκαν άνθρωποι, ιδέες, ελευθερίες, ιδανικά, αξίες, η ηθική και η δημοκρατία· εκτελέστηκαν όλα εκείνα που συγκροτούν μια υγιή και δίκαιη κοινωνία, όπως έγινε σε κάθε τόπο μαρτυρίου σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής επέλασης. Στον τόπο του Μνημείου[6] οι σκληρές μνήμες γεγονότων που αποτέλεσαν βαθιές ρωγμές στην ίδια την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης αποκτούν τη δυναμική τους ενσωμάτωση σε μια παρούσα, σύγχρονη υλική σύνθεση που συνιστά το ερέθισμα για την αναβίωση και διατήρηση μιας μνήμης τραυματικής αλλά και θλιβερά επίκαιρης.
Αντί επιλόγου παρατίθενται οι στίχοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Σκοπευτήριο Καισαριανής»:
Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
-η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο –
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους, τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουνε στο μέλλον.
Εμείς, μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα …Μόνον
θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.
Κανελία Κουτσανδρέα
[1] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Πρόσφυγες και γηγενείς, μια δύσκολη συνύπαρξη», Ο δρόμος της Αριστερας, 29.02.2011, τελευταία επίσκεψη: 10.02.2015, URL: http://www.e-dromos.gr/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B3%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B4%CF%8D%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%83%CF%85/
[2] ‘Ευτυχία Μουρίκη’, τελευταία επίσκεψη: 10.02.2015, URL: http://www.kemipokessariani.gr/index.php/component/content/article/14-sample-data-articles/126-eutyx-a-mour-k
[3] «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
- Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
- Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος». (Ριζοσπάστης, 30.04.2002)
[4] Γιάννης Κουβάς, «Το διάβα της Καισαριανής», εκδόσεις Θ. Φασούλα, 1996, σελ.273
[5] «σαλταδόροι» ονομάζονταν παιδιά και έφηβοι που την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και στα πλαίσια του αγώνα για την επιβίωση αλλά και σαν μια μορφή αντίστασης, ανέβαιναν κρυφά σε καμιόνια και φορτηγά του γερμανικού στρατού, έμπαιναν σε αποθήκες και εγκαταστάσεις και έπαιρναν τρόφιμα κυρίως αλλά και όπλα ή πολεμοφόδια.
[6] Το Μνημείο Πεσόντων Πατριωτών είναι ανοιχτό για το κοινό κάθε Πρωτομαγιά, οπότε λαμβάνουν χώρα εκδηλώσεις μνήμης, ή κατόπιν συνεννόησης με το Δήμο Καισαριανής.
2 Σχόλια