poetic reality no1: «άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο»: o κος Κρακ του Θωμά Τσαλαπάτη

poetic reality no1: «άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο»: o κος Κρακ του Θωμά Τσαλαπάτη

poetic reality no1: «άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο»: o κος Κρακ του Θωμά Τσαλαπάτη 640 427 Athens in a poem

Γι’ αυτό τρέξτε, τρέξτε μακριά από τους ανθρώπους και τις λέξεις. Τρέξτε μακριά από τον ύπνο, κύριε Κρακ. Εκεί μέσα συχνά συναντούμε όσα αποφεύγουμε όλη τη μέρα. Και πόσο εκεί μέσα το άγχος μας σκορπά το βάρος, την ανάσα. Είναι απώλεια, είναι απώλεια, κύριε Κρακ.

Θωμάς Τσαλαπάτης, «Ενεστώτας»

 

Ο Κρακ της αυγής (μια παράφραση ίσως της έκφρασης ‘at the crack of dawn’), ο Κρακ του ξημερώματος, μία προσωποποίηση της στιγμής εκείνης πριν το ξεκίνημα κάτι νέου. Μια πολύ μικρή χρονικά στιγμή που όμως μπορεί να έχει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου, εξού και η σφαγή η οποία σε συνάρτηση με το ξημέρωμα/αυγή – και καθώς διαβάζουμε αναχρονιστικά τις ιστορίες του Κύριου Κρακ κάποια χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση στο ξημέρωμα μετά τις ευρωεκλογές του 2014 αλλά και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 – παραπέμπει στο γνωστό πολιτικό μόρφωμα. «Έτσι τελειώνει ο κόσμος», όπως θα έλεγε και ο Θ.Σ. Έλιοτ, «Όχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ ένα λυγμό.» («Οι Κούφιοι Άνθρωποι», 1925, μτφρ. Γιώργου Σεφέρη) Ένα κρακ μοναχά, μια ρωγμή του χρόνου που παίρνει καινούρια χροιά όταν, ένα πρωί, «ο κύριος Κρακ μελαγχόλησε» και έτσι βγήκε από την καθημερινή του τριβή με το χρόνο. Τις ιστορίες του μας εξιστορεί ο Θωμάς Τσαλαπάτης στη συλλογή Το Ξημέρωμα είναι Σφαγή Κύριε Κρακ (Εκάτη, 2011) και η γοητεία του να ακολουθούμε έναν ολοκληρωμένο ποιητικό χαρακτήρα ή ένα χαρακτήρα που οπωσδήποτε προσπαθεί να ολοκληρωθεί μέσα από την ποίηση ξεκινά. Η συλλογή περιλαμβάνει δεκαεπτά ιστορίες σε μορφή πεζών ποιημάτων που, αν και διαβάζονται εξόχως καλά μεμονωμένα, δείχνουν να στερεοποιούν συνθετικά την εικόνα του κυρίου Κρακ με μια αδιάκοπη ανάγνωση μέσα από τους τόπους και τους χρόνους που περιγράφονται και βιώνονται, όπως ένας κήπος, κάποιες γέφυρες ή ένα κουτί, αλλά και η νύχτα, ένα καλοκαίρι και ο απόλυτος ενεστώτας.

Τη στιγμή που ο κύριος Κρακ μελαγχόλησε, ο χρόνος σταμάτησε. Μείναμε μετέωροι να κοιτάμε την αυγή μιας νέας μέρας και αυτή να μην έρχεται. Μαζί με τον Κρακ κοιτάμε τον ουρανό και μετράμε τα αεροπλάνα που πέφτουν, παρατηρούμε την αραιή βλάστηση τριγύρω και τους γέρους που πετάνε χαρταετούς και παθαίνουν ηλεκτροπληξία. Σταθείτε. Είναι σκοτάδι. Ένα σκοτάδι καμωμένο από μια «βαθιά απορία, σφαγμένη ή έστω ξέψυχη» («Βαρέλι»). Ο κύριος Κρακ μας κοιτά αλλά και μας δίνει την ευκαιρία να σταματήσουμε και εμείς μια ασάλευτη στιγμή και να δούμε να περνούν από μπροστά μας οι ίδιες μας οι σκέψεις. Πολυτέλεια ο χρόνος αλλά και ακριβή η στιγμή εκείνη που συνειδητά τον αγγίζουμε. Ο Κρακ μας λέει σταθείτε και προσέξτε τριγύρω, όλο και κάποιος ανατινάζεται κάπου κοντά και κάπου πιο πέρα κάποιος μας κοιτά και τρώει μήλα. Με την προτροπή του δίνουμε χρόνο στην απορία μας να μας πει την ιστορία της για όσα έχει φέρει ο χρόνος και η στιγμή. Η ίδια η απορία είναι πολύτιμη γιατί απλά σε πηγαίνει παρακάτω, σου δείχνει το μέσα σου βαθύ σκοτάδι που αργά απλώνεται τριγύρω και το παλεύεις μαζί με τον Κρακ, το επεξεργάζεσαι για να δεις τι θα φέρει προς τα εσένα. Όμως τώρα που ο Κρακ μελαγχόλησε και έγινε παντού σκοτάδι, η απορία σου έχει γίνει ένα με την απορία όλων και έτσι μπορεί και εσύ να γίνεις ένα με τον κύριο Κρακ, να ανεβείς σε ένα βαρέλι με ρέγγες και να κοιτάς τριγύρω το χρόνο τον παγωμένο από μια βαθιά μελαγχολία. Έχετε αυτή τουλάχιστον την πολυτέλεια και δύναμη, σταματήστε το χρόνο γύρω σας και δείτε τα πάντα από την αρχή.

Πρώτα, δημιουργείς κι άλλο σκοτάδι ανατινάζοντας γέφυρες, αυτές τις νέες κατασκευές «από τις σταθερές ώρες του παρελθόντος» (Μέλπω Αξιώτη, «Κοντραμπάντο», 1959). Ανατινάζοντας γέφυρες, ανατινάζεις το σπίτι σου, τη βεβαιότητα που σου δίνει, την ύπαρξη του χρόνου μέσα σε αυτό. Τα κομμάτια της θα πέσουν πάνω στο χώμα εκεί που κάποτε περνούσε ο ποταμός και ο αρχικός τους σχεδιασμός θα διαλυθεί μέσα στα ερείπια και θα αντικατασταθεί από τον σχεδιασμό του παρόντος όταν ζευγάρια επισκέπτονται παλιές γέφυρες και με καλό σχεδιασμό τις ανατινάζουν («Ο καλός σχεδιασμός φέρνει θαύματα», «Γέφυρες»). Ο σχεδιασμός του παρόντος είναι χωρίς σκοπό. Η πράξη είναι από μόνη της ο μόνος τελεσίδικος σκοπός που, χωρίς την απορία, μένει μια πράξη που υπάρχει για να ικανοποιεί τον εαυτό της. Κοιτά τη γέφυρα και σκέφτεται μπαρούτι χωρίς να ξέρει γιατί και χωρίς να έχει κάτι άλλο να δημιουργήσει στη θέση της. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα μα έχει χαθεί μιας και «ο συρμός μάλλον φέτος», όπως έγραφε η Αξιώτη, «κλίνει στην αμνησία» (1959).

Μετά, στρέφεσαι στο διπλανό σου και σε εκείνον βλέπεις όλα τα ερωτήματα που σε στοιχειώνουν χωρίς να το ξέρεις. Τι κάνεις τόσο καιρό; Και αν δεν κάνεις τίποτα, γιατί δεν κάνεις; Το βασικό, όμως, όπως σκέφτεται ο κύριος Κρακ, είναι να απαντώνται τα ερωτήματα, ακόμη κι αν η απάντηση δε σημαίνει τίποτα («Η συνάντηση»). Αναρώτηση, όποια απάντηση, αδιαφορία∙ ένας κύκλος καταστροφικός που όμως αναδεικνύει ένα άλλο καίριο ερώτημα: πότε ξεκίνησε αυτός ο κύκλος; σε ποια στιγμή έγινε αποδεκτή αυτή η αδιαφορία και σε ποιο σημείο έγιναν δεκτές οι οποιεσδήποτε απαντήσεις; Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα λοιπόν και ας αποζητήσουμε το εκβιαστικά συγκεκριμένο, γιατί μέσα από αυτή την αναζήτηση η απορία θα βρει ίσως μια κάποια λύση. Ίσως και όχι. Όμως η συνειδητή αναζήτηση η ίδια είναι και αυτή κάτι και ο κύριος Κρακ, που προσπαθεί να ξεγελάσει τον ερωτώντα με αποκρίσεις ευφάνταστες («τον ελεύθερο χρόνο μου κλέβω χρηματαποστολές, απειλώ τους αθώους, ρίχνω ζάχαρη στα ντεπόζιτα, πετάω το ράσο μου στις τσουκνίδες»), ξέρει πως αυτό που ψάχνει είναι ένας σκοπός να κάνει όλα αυτά που ίσως θα ήθελε να απαντήσει. Αλλά κυρίως δε θέλει να ξεγελάσει με αποκρίσεις αναληθείς και κοιτά να δει πόσο θα ενδιαφερθεί ο άλλος για την απάντησή του μετρώντας την αδιαφορία του στο χρόνο που του έχει δοθεί για να απαντήσει. «Αλλά ο ερωτών έχει ήδη στρίψει στη γωνία, αδιαφορώντας για το ποια η απάντηση».

Ύστερα, βάζεις σε εφαρμογή «ένα σχέδιο έξυπνο και καλοκουρδισμένο» που όμως τελικά δεν είναι τόσο έξυπνο και καλοκουρδισμένο, όπως και το σχέδιο με τις γέφυρες, αλλά σε αφήνει στην άκρη μιας καρέκλας «με τον καιρό να στάζει ανάμεσά μας» («Η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζαν Πρεβέρ»). Αυτή είναι μια δουλειά για τον αναγνώστη που βάζει το όποιο κείμενο απέναντί του και το ανακρίνει, ή θα έπρεπε να το ανακρίνει, γιατί, τελικά, ακόμη και αυτή η αμήχανη επαφή με τις λέξεις σταματά το χρόνο όπως ακριβώς και η μελαγχολία του κύριου Κρακ. Και το να έχεις χρόνια αντικριστά σου τον Ζακ Πρεβέρ σίγουρα θα σου αποφέρει κάτι, έστω κι αν αυτό είναι μια μακριά λίστα από σιωπές και πολλή ησυχία μέσα στην οποία θα είσαι φυλαγμένος μακριά από εφήμερες αδιάφορες ερωταπαντήσεις που απλά σε κάνουν διάφανο, ίδιο δηλαδή με όλους τους άλλους (κοίτα και το πρώτο μέρος της ιστορίας «Διάφανος»). Η συνεχής σιωπή και ησυχία θα είναι ένας χώρος δημιουργικός γιατί περισσότερο αληθινός και ανθρώπινα άβολος. «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις», όπως έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, «τούτο προσπάθησε τουλάχιστον / όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, / μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.»

Κατόπιν, η τρομακτική ισορροπία του νερού που ξερνάει το όποιο επιπλέον βάρος καθώς ρουφάει το ά-λογο με τον κύριο Κρακ να αναρωτιέται: «Ποιος άφησε τόσο άλογο σε τέτοιο βάθος;» Το έρμα που πέφτει στο νερό υπόκειται και αυτό στις δυνάμεις της άνωσης και έτσι ένας κάποιος όγκος τους μας επιστρέφεται όπως το θέλει η αρχή του Αρχιμήδη. Tα ίδια τα πλοία που πρώτα έφερναν το άλογο από το βυθό τώρα βουλιάζουν στην ιστορία του Κρακ από το τόσο βάρος και γίνονται ναυάγια και ποιος την πληρώνει; Η απάντηση βρίσκεται στη φυσική: κάθε σώμα που βυθίζεται δέχεται, όταν βρίσκεται σε ισορροπία, κατακόρυφη δύναμη που κατευθύνεται προς τα επάνω και έχει μέγεθος ίσο με το βάρος του ρευστού που εκτοπίζει το σώμα.

Στη συνέχεια, κατανοείς τη δύναμη της σκιάς που εν τη ενώσει της με ισοδύναμες ψευδο-οντότητες σου δίνει το σκοτάδι («μετρούσαμε τις σκιές, τις ράβαμε και φτιάχναμε ένα σκοτάδι», στη ιστορία «Το καλοκαίρι και οι σκιές»), μα όταν λείπει σε κάνει δειλό και σε γεμίζει φόβο μιας και άνθρωποι και σκιές προχωρούν μαζί «τρυπημένοι από το χρόνο». Η σκιά, αυτό που σε ακολουθεί πάντοτε χωρίς να το συνειδητοποιείς, αυτό που κάποιοι αφήνουν πίσω τους, ή αυτό που κάποιοι δεν κατανοούν και έτσι του επιτίθενται («Μια αγέλη νεοναζί την πέτυχε. Την τρύπησε, φορές πολλές με ένα κατσαβίδι, κάνοντάς την να πληρώσει για το μαύρο της δέρμα»). Μια σκιά μπορεί να πάρει πολλά πρόσωπα και να έχει πολλές χρήσεις, μπορεί να γίνει ένα με σένα, μπορεί, πολύ απλά, να γίνει εσύ. Και τότε, ή θα παραμείνεις σε αυτή την ύπαρξη πέρα από το χρόνο ή θα βγεις από τη σκιά για να βρεις το σκοτάδι (όπως συμβαίνει στο τέλος της ιστορίας μας) όπου σκοτάδι είναι η επαναφορά στην ίδια στιγμή όταν ο κος Κρακ μελαγχόλησε και η απορία ξεκίνησε μαζί με τον απόηχο από λάμες γεμάτες με ανθρώπινα υπολείμματα («Απόηχος») και μια αέναη φασαρία σφαγής από την οποία προσπαθώ να απελευθερωθώ χωρίς να δράσω («Το κουτί»).

image_3_b

Το ξεκίνημά σου στο σκοτάδι είναι άβολο, όπως το φοβόσουν. Στην αρχή είναι κάτι μικρό, απλά ενοχλητικό «που έστω για λίγο μπορείς να το ξεχάσεις» («Το καρφί»), αλλά καθώς η απορία σου θεριεύει τότε γίνεσαι εσύ ο ενοχλητικός και η αντίδραση του κόσμου θα είναι να αρνηθούν αυτή σου την κατάσταση. Τότε είναι που έχεις την επιλογή: να μείνεις με «μάτια φραγμένα»πίσω από τον λιτό διάκοσμο που θα στήσουν για να καθησυχάσουν τους υπολοίπους, ή να αποδεχτείς την αλλαγή που έχει επέλθει, σαν ένα καρφί που έχει φυτρώσει στο μέτωπό σου και ζητά τις αντιδράσεις των άλλων. Αλλά, κι εσύ; Εσύ πώς αντιδράς σε κάτι αναπάντεχα τραγικό (όπως πχ η ανακάλυψη ενός κομμένου κεφαλιού μέσα στο ψυγείο σου, «Διάφανος»); «Πνιγμένος από το πρωτόγνωρο», θα αμφιβάλλεις για την ίδια την ύπαρξη του τραγικού. Μα συνάμα θα αρχίσεις να φοβάσαι, και ναι, αυτό, η ενδεχόμενη απειλή που ίσως σε κατατρέχει, είναι ένα γνωστό φαινόμενο που κάνει την κατάσταση πιο οικεία. Για κάτι τέτοιο είσαι προετοιμασμένος∙ να μείνεις κλειδωμένος μέσα στο σπίτι, προστατευμένος από οποιαδήποτε επικείμενη επίθεση, ως τα βαθιά γεράματα («Κάτω από το τραπέζι ό,τι απέμεινε θα ναι απλώς μια ρυτίδα», «Διάφανος»), όντας μικρός μαζί και μεγάλος και νιώθοντας φθόνο για οποιονδήποτε μικρό και ασήμαντο, όπως κι εσύ («Γίγαντες»).

Η προφανής λύση έξω από το σκοτάδι είναι η αποφυγή περαιτέρω απορίας («τα τελευταία 5 λεπτά έχω γεράσει ακριβώς 5 λεπτά», από την ιστορία  «Ο Γιος του κυρίου Κρακ…»), η παραδοχή ότι πλέον είσαι «συντελεσμένος» και έτσι έχεις ένα κάποιο εκτόπισμα που σε χαροποιεί και σε κρατά επαρκώς μουδιασμένο («Ενεστώτας»), ή το μαρτύριο της ανάγνωσης, όπου ανάγνωση είναι μια κάποια προσπάθεια να κατανοήσεις ό,τι γίνεται γύρω σου και να το συμπληρώσεις με τη δική σου εκδοχή ώσπου ο ένας ψίθυρος να γίνει κάποτε κίνηση («Η ανάγνωση είναι μαρτύριο, κύριε Κρακ»).

image_4

Το σύμπαν του κου Κρακ περιέχει ηλεκτροπληξίες, ανατινάξεις, απειλές, απαγωγές, ναυάγια, επιθέσεις με κατσαβίδια, ουρλιαχτά και λεηλασίες, δυσμορφίες, κομμένα κεφάλια, φθόνο, σφαγές, αφόρητη ανωνυμία, έλλειψη δημιουργικής φαντασίας και κριτικής σκέψης, μια συνεχής αναμονή σε χρόνο ενεστώτα, την εγκληματική σιωπή και την οργανωμένη απομόνωση. Αλλά όλα υπάρχουν μέσα σε ένα πλαίσιο φαινομενικά αθώο και άσπιλο: διακοπές, βόλτες στο πάρκο, χαρταετοί, η κρεβατοκάμαρά σου, ο κήπος σου, ένα παραμύθι, ένα όνειρο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ιστορίες που σε μαγνητίζουν ενθαρρυντικά να τις διαβάσεις και με κάθε ανάγνωση να ανακαλύψεις κάτι καινούριο στις πτυχές του χαρακτήρα του κου Κρακ, στις ρωγμές του οποίου βρίσκεσαι και εσύ. Η προτελευταία ιστορία τελειώνει «με μια οικογένεια ευτυχισμένη και έναν κήπο όλο χαμόγελα» («Στον κήπο») ενώ στην τελευταία («Απαντήσεις») ο συγγραφέας παραδέχεται πως ο κος Κρακ δεν είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής και ήρωας των ιστοριών αφού «είναι ένας κύριος βαρετός και ένας ατέλειωτος ενεστώτας». Οπότε, μάλλον, οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στα λόγια του κου Κρακ αλλά γεννιούνται μέσα από τις καταστάσεις τις οποίες βιώνει σε αυτό το ξημέρωμα το γεμάτο σφαγές, μέσα στους ήρεμους πίσω κήπους των σπιτιών μας, σε μέρη κρυμμένα μπροστά από τα σφαλισμένα μας μάτια γιατί θέλουμε να πιστεύουμε στο όμορφο τέλος που μας χαρίζει η αποπροσανατολιστική εμμονή με το δευτερεύον.[1]

Κωνσταντίνα Γεωργαντά

 

[1] Θωμάς Τσαλαπάτης, «Κασκόλ, παλτά και γραβάτες» (8 Φεβρουαρίου 2015): «Όλο αυτό το πολύχρωμο γαϊτανάκι σχολίων μοιάζει αθώο και αναμενόμενο. Αλλά ταυτόχρονα, κατακτώντας μια νόμιμη θέση στο δημόσιο λόγο, αποπροσανατολίζει τονίζοντας εμμονικά το δευτερεύον,  υποβαθμίζει μια διαφορετική πρόταση και -ως έναν βαθμό- έναν διαφορετικό κόσμο στον εξωτισμό της εικόνας, σημειολογεί την επιφάνεια όχι ως κάτι που προκύπτει από το περιεχόμενο αλλά ως κάτι το ανεξάρτητο και το αυτάρκες. […] Δεν βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτικοποίηση της αισθητικής, αντίθετα – για άλλη μια φορά – ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αισθητικοποίηση της πολιτικής. Με τους πιο εύκολους, τους πιο ανώδυνους όρους. Με μια περιγραφή του διαφορετικού, μέσα από μια ελάχιστη μετατόπιση, έτσι ώστε το παράδειγμα να διαφέρει αλλά ταυτόχρονα να ταυτίζεται.»

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

    Εισάγετε τον κωδικό: captcha

    Our website uses cookies, mainly from 3rd party services. Define your Privacy Preferences and/or agree to our use of cookies.