Ο αδελφός μου Άβελ, αθώος και τρυφερός σαν τα βραδάκια
της πλατείας Βικτωρίας, ο Άβελ ο αδελφός μου, πιο όμορφος
από την ανανάκλαση των ηλιαχτίδων σ’ ένα κομμάτι πολύχρωμου υαλιού·
ο μικρός αδελφός συνήθιζε να περιδιαβάζη
σ’ απόκεντρα λησμονημένα καφενεδάκια, ν’ ακολουθή το ρόδινο ίχνος
των κοριτσιών, να λούζεται στο άπλετο θηλύφωτο αλκοολικών νυχτών·
ο αδελφός μου Άβελ που μου προσέφερε την καθημερινή συγγνώμη,
ο αδελφούλης μου, ο καημός μου, είσαι νεκρός από το χέρι μου.
Άκουσα τις κραυγές του να ξυραφίζουν τον πελώριο αγέρα, οσφράνθηκα
την απόγνωση, τον τρόμο του, ένιωσα το λιγνό μελαχρινό κορμί του
ν’ αποσυντίθεται. Δεν τον λυπήθηκα, δεν τον λυπήθηκα γιατί
η φύση μου είναι σκληρή και ξερή, ανάβω από τα δυνατά, μεθυστικά
ηδύποτα της αγάπης. Κι ο λύκος μ’ ονομάζει λύκο,
η ύαινα με ονομάζει ύαινα, ο άνθρωπος φονιά, καθένας τους
διαβάζει στην όψη μου τον ομογάλακτο, τον όμοιό του, το φόβητρό του.
Αφουγκράζομαι την μείζονα φωνή του εκδικητού, το τύμπανο της προφήτισσας
ηχούν εν ρυθμώ, αισθάνομαι απροσδιόριστα θηρία
να με περικυκλώνουν, το πρόσφυγο άγγιγμα των μελανόμορφων αγγέλων.
Δεν καταδέχομαι την άσεμνη πράξη της μετανοίας, μήτε θα του εταίριαζε.
Ας πης πως ήτονε η ταγμένη ασυνείδητος στιγμή
της εκβολής του φωτός. Μέσα απ’ τα οστά του εξεχύθηκε ο πόνος
του πόνου μας. Ήμουν εγώ, ήσουν εσύ,
καλέ μου κι ακριβέ μου, ένα ανώνυμο κορμί
σε ύποπτους πολυσύχναστους δρόμους
παρατηρούσα τον θάνατο, ψηλάφησα την συγκίνησή μου.
Ξέρω να κατανοής τα κίνητρά μου ν’ αποδέχεσαι την πράξη μου, γιατί
όλη η φρίκη, ο πόνος όλος, έπρεπε να συμβή προς δόξαν της αγάπης μας.
Εγώ είμαι ο σκυμμένος, πίσω απ’ το θυσιαστήριο, που οσμίζεται την τσίκνα
ν’ ανεβαίνη. Ο καλός μου, ο αδελφός μου έρχεται, έρχεται, τραγουδώντας τον ψαλμό.
Το μέτωπό μου φριχτά στιγματισμένο απ’ τον ζηλιάρη Θεό.
Ηλίας Λάγιος, «Καϊν», Το βιβλίο της Μαριάννας (1993)
feature photo: www.ethnos.gr (Μπροστά από την είσοδο του Ηλεκτρικού στην Πλατεία Βικτωρίας. Εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μένης Κουμανταρέας)