Le soleil me brule et me rend lumineux.
μεσ’ στὴ μονότονη βροχὴ
τὶς λάσπες
τὴν τεφρὴν ἀτμόσφαιρα
τὰ τρὰμ περνοῦνε
καὶ μεσ’ ἀπὸ τὴν ἔρημη ἀγορὰ
— ποὺ νέκρωσε ἡ βροχὴ —
πηγαίνουν πρὸς
τὰ
τέρματα
ἡ σκέψη μου
γιομάτη συγκίνηση
τ’ ἀκολουθεῖ στοργικὰ ὥσπου
νὰ φθάσουν
ἐκεῖ π’ ἀρχίζουν τὰ χωράφια
ποὺ πνίγει ἡ βροχὴ
στὰ τέρματα
τί θλίψη θὰ ἤτανε — Θέ μου —
τί θλίψη
ἂν δὲ μὲ παρηγοροῦσε τὴν καρδιὰ
ἡ ἐλπίδα τῶν μαρμάρων
κι’ ἡ προσδοκία μιᾶς λαμπρῆς ἀχτίδας
ποὺ θὰ δώση νέα ζωὴ
στὰ ὑπέροχα ἐρείπια
ἀπαράλλαχτα ὅπως
ἕνα κόκκινο λουλοῦδι
μεσ’ σὲ πράσινα φύλλα
Νίκος Εγγονόπουλος, «Τραμ και Ακρόπολις», Μην ομιλείτε εις στον οδηγόν (1938)