«Μπουμπουλίνας 18. Βλοσυρό, πένθιμο κτήριο. Τετραώροφο; Ίσως, δεν καλοθυμάσαι. Δε στέγαζε παλαιότερα υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας; Μπορεί, δεν ξέρεις.»[1]
‘Υποδιεύθυνσις Γενικής Ασφάλειας Αθηνών’. Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα γωνία. Απέναντι και διαγώνια το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, μπροστά ακριβώς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην άλλη γωνία το «Κεντρικόν Μαιευτήριον Αθηνών». Τέσσερα κτήρια στην Αθήνα του 1967, ο απόλυτος παραλογισμός σε μία μόλις διασταύρωση.
Το κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας ήταν ένα από τα σημεία κράτησης των αιρετικών του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος που συλλαμβάνονταν κατά την περίοδο της επταετίας (1967-1974). Το κτήριο στέγαζε τα γραφεία των αστυνομικών και των ανακριτών, τα κελιά κράτησης και τα κελιά απομόνωσης. Στον τέταρτο όροφο κρατούνταν εκείνοι με τις πιο ελαφρές κατηγορίες και οι διάσημοι, εκείνοι για τους οποίους πληροφορούταν η διεθνής κοινή γνώμη. «Τέσσερεις όροφοι. Τα παράθυρα του πρώτου ορόφου βρίσκονται κάτω από αψίδες. Στην είσοδο, μια βασιλική κορόνα σε ξύλινο γκρι-μπλε φόντο. Στη στέγη υπάρχει μια ταράτσα.»[2] Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας.
«Μετά τον τέταρτο όροφο, μια ταμπέλα: Απαγορεύεται η είσοδος εις πάντας. Η σκάλα οδηγεί στην ‘ταράτσα’. Σ’ αυτήν την ταράτσα υπάρχει ένα δωματιάκι σαν πλυσταριό, όπου βρίσκεται ένα ορθογώνιο και πολύ στενό τραπέζι, τόσο στενό που μοιάζει με πάγκο. Το ονομάζουν «ο πάγκος». Αυτός ο πάγκος έχει στην άκρη στερεωμένα σχοινιά, με τα οποία δένουν τα πόδια του φυλακισμένου. Διάφορα εργαλεία κρέμονται στον τοίχο, ή είναι απλώς ακουμπισμένα στο τραπέζι: σφυριά, μπαστούνια, βέργες από μπαμπού, μεταλλικά καλώδια, λεπτοί στενόμακροι σάκοι άμμου. Ένα άδειο βαρέλι που χρησιμοποιείται ως δοχείο αντήχησης βρίσκεται σε μια γωνία. Στα αριστερά δύο ντουζιέρες. Ο τοίχος έχει μια τρύπα αρκετά μεγάλη για να χωράει ένας άνθρωπος. Σε ένα σημείο του τοίχου ο σοβάς έχει πέσει. Είναι εκεί που χτυπάνε τα κεφάλια των φυλακισμένων.»[3]
Και γύρω-γύρω σπίτια, άλλες ταράτσες, άλλα μπαλκόνια μικρά ή μεγαλύτερα, με γλάστρες ή όχι, με φώτα πιθανόν, με ανθρώπους σίγουρα.
«Δηλαδή αν κάποιος ψάχνει για σπίτι και βρει ένα εδώ απέναντι, θα το πάρει; Ρετιρέ μάλιστα. Όταν μ’ ανεβάσανε στην ταράτσα στην αρχή ζαλίστηκα από τον καθαρό αέρα. Και μέχρι να με βάλουνε στο πλυσταριό πρόλαβε το μάτι μου και είδε το Λυκαβηττό και δυο τρία από τα γύρω σπίτια. Ίσως αυτοί θα μ’ ακούσουν, σκέφτηκα, την ώρα που θα φωνάζω. Μετά βέβαια βάλανε μπρος το μηχάνημα της μοτοσικλέτας για να σκεπάζει τις φωνές μου. Είναι σίγουρο ότι μ’ ακούνε, ακόμα και αν έχουν κάνει μονώσεις στο πλυσταριό. Ακούνε. Και τι κάνουν; Κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν έβλεπε τους φούρνους του Νταχάου να καπνίζουν. Δεν ξέρανε τίποτα…»[4]
Το τετραώροφο κτήριο της «Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας Αθηνών» δεν υπάρχει πια στην οδό Μπουμπουλίνας. Παραχώρησε τη θέση του σε μια πολυκατοικία, ανήξερη και ανυποψίαστη για το βάρος της μνήμης του τόπου που καταλαμβάνει η ογκώδης μορφή της. Κατασκευασμένη το 1974- σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή στην είσοδο της- φαίνεται πως αντικατέστησε βιαστικά το τετραώροφο κτήριο με τη ματωμένη ταράτσα, προτού κοπάσουν καλά- καλά οι κραυγές του πόνου από το ξυλοκόπημα και τη φάλαγγα, τα ουρλιαχτά από τους κρατούμενους στην απομόνωση, προτού επουλωθούν οι πληγές των θυμάτων από το μαστίγωμα, τα ηλεκτροσόκ, το κάψιμο με τσιγάρα, το ξερίζωμα των νυχιών και των μαλλιών τους, τα φρικτά σεξουαλικά βασανιστήρια, τα ψυχολογικά βασανιστήρια, τις εικονικές εκτελέσεις, την απειλή της φυλάκισης, του βιασμού ή του θανάτου των αδερφών, των γονέων ή των συντρόφων τους· πριν προλάβει να γίνει το κτήριο στον αριθμό 18 από τόπος βασανιστηρίων και φρίκης, από τόπος κατάλυσης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος και κάθε ίχνους αξιοπρέπειας, τόπος μνήμης.
Με δεδομένο πως η ανέγερση της πολυκατοικίας που βρίσκεται σήμερα στον αριθμό 18 της οδού Μπουμπουλίνας έγινε το 1974, η κατεδάφιση του κτηρίου των βασανιστηρίων είχε δρομολογηθεί εν καιρώ δικτατορίας, πιθανόν για να χαθούν μαζί με αυτό και οι εικόνες φρικαλεότητας που έλαβαν χώρα ανάμεσα στους τοίχους του. Εξάλλου ήδη από το τέλος του 1969 είχαν γίνει γνωστά όσα τραγικά διαδραματίζονταν εκεί ύστερα από μαρτυρίες βασανισμένων που δραπέτευσαν στο εξωτερικό και κατέθεσαν στην επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις μαρτυρικές ημέρες της κράτησης τους.[5]
Το κτήριο εξαφανίστηκε από τον αστικό ιστό για να μη μαρτυρήσει την ιστορία του. Από την άλλη πλευρά βέβαια επρόκειτο για ένα κτήριο που ήταν συνδεδεμένο με εικόνες ανείπωτα σκληρές και συμπεριφορές βάναυσες κι απάνθρωπες. Η παρουσία του στο πυκνό και δραστήριο αστικό περιβάλλον του κέντρου της Αθήνας, μετά την πτώση της δικτατορίας, είναι πιθανό να ισοδυναμούσε με μια κακοφορμισμένη πληγή που δεν θα έλεγε να κλείσει, σε μια εποχή μεταβατική που η κοινωνία προσπαθούσε- ή έτσι έμοιαζε τουλάχιστον- να ανακάμψει από μια τραυματική περίοδο. Η απουσία του κτηρίου από την καθημερινότητα της αστικής εμπειρίας- ακόμα και αν προέκυψε για εντελώς διαφορετικό λόγο- ίσως και να συνετέλεσε στην προσπάθεια επούλωσης ενός εκτεταμένου συλλογικού τραύματος. Εκείνοι που δεν έζησαν τα βασανιστήρια στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τους κοριούς στα σκοτεινά κελιά της απομόνωσης, τη βρώμα και την υγρασία στα κρατητήρια, το ξεραμένο αίμα στους τοίχους, την αναλγησία των ανακριτών, την απελπισία από τον πόνο και τον εξευτελισμό, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουν τη φρίκη όσο και αν προσπαθήσουν. Όπως δεν γίνεται να συλλάβει κανείς το μέγεθος της φρίκης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης- αν δεν έζησε σε αυτά- ακόμα και αν επισκεφθεί το Άουσβιτς. Από την άλλη εκείνοι που τα έζησαν δεν χρειάζονται την παρουσία ενός κτηρίου στην καθημερινότητα τους, για να θυμούνται.
«Σαράντα χρόνια τώρα, η πικρή άνοιξη του ’68 θα διαπερνά τη μνήμη σαν μετέωρο, σαν τρένο που διασχίζει τη νύχτα με φωτισμένα παράθυρα- σκοτάδι/φως, ασφυξία/ανάσα, εις Άδου κάθοδος/θανάτω θάνατον…»[6]
Μια πόλη συντίθεται από εκείνα που βλέπει κανείς αλλά και από όσα δεν βλέπει, από εκείνα που υπάρχουν αλλά και από όσα δεν υπάρχουν πια. Η απουσία και η σιωπή είναι για την πόλη φαινόμενα με σημασία και δυναμική. «Ότι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο…» γράφει ο Ρίτσος. Ό,τι έφυγε γίνεται κομμάτι της συλλογικής μνήμης και κρατά ζωντανή την παρουσία του μέσα από την ίδια την απουσία του. Δε χρειάζεται ούτε μαρμάρινες στήλες και επιγραφές, ούτε προτομές ηρώων, ούτε άλλου είδους υλικές μορφές για να συντηρηθεί. Εξάλλου ποιο μνημείο και ποια επιγραφή θα ήταν σε θέση να αποτυπώσει τη φρίκη των βασανιστηρίων; Υπάρχει άραγε κάποιο υλικό ή κάποια φόρμα που να μπορεί να εκφράσει τον πόνο και την ταπείνωση ή τον αυταρχισμό και την αναλγησία; Ίσως μόνο ένα ερείπιο. Αν το κτήριο στην οδό Μπουμπουλίνας είχε αφεθεί να ρημάξει και μετατρεπόταν σε ένα διαλυμένο, νοσηρό κομμάτι του αστικού ιστού. Ίσως μόνο τότε η οντότητα του θα μπορούσε να αναμετρηθεί με την φρικαλεότητα της λειτουργίας που είχε εκείνη η μορφή στο παρελθόν.
Εδώ ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και τη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας. Η ιστορία αποτυπώνεται στα μνημεία, η συλλογική μνήμη στη λογοτεχνία, την ποίηση, τα θεατρικά κείμενα, στη σιωπή ακόμα και στην απουσία. Η ιστορία γράφεται ή συχνά κατασκευάζεται από τις δυνάμεις εξουσίας και από αυτές καθοδηγείται, ελέγχεται ή χειραγωγείται ακόμα. Η μνήμη συντίθεται από την ίδια την κοινωνία, πλάθεται από μαρτυρίες και βιώματα των μελών της γι’ αυτό είναι ελεύθερη, ζωντανή και συνεχώς ενεργή. Εκεί ακριβώς έγκειται η δυναμική της.
Το κτήριο της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας, στον αριθμό 18, δεν υπάρχει πια αλλά δεν έχει σημασία. Υπάρχουν οι στίχοι του Θεοδωράκη.
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ, αύριο εγώ…
Κανελία Κουτσανδρέα
[1] Κωστής Γιούργος, ‘Άλλων ο κλήρος’, στο: Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του 67-69, Ποταμός, 2009, σελ.11.
[2] ‘Φάκελος βασανιστήρια’, Απόσπασμα από την έκδοση Le livre Noir de la Dictature en Grèce, της εφημερίδας Athènes-Presse Libre που επιμελήθηκαν και εξέδωσαν το 1969 οι Άρης Φακίνος, Κλεμάν Λεπίδης και Ριχάρδος Σωμερίτης. Μετάφραση Άννα Δαμιανίδου στο : Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του 67-69, Ποταμός, 2009, σελ.91
[3] ‘Φάκελος βασανιστήρια’, σελ. 92.
[4] Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18, Θεμέλιο, 1975, σελ.75.
[5] Στις 12 Δεκεμβρίου του 1969 η Χούντα των Συνταγματαρχών αποφάσισε να αποσύρει τη χώρα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, του οποίου ήταν μέλος από το 1949. Το καθεστώς εξαναγκάστηκε σε αυτή την κίνηση λόγω της προσφυγής που είχε γίνει στο Σ.Ε κατά της Ελλάδας. Η «Greek Case» όπως ονομάστηκε στηρίχθηκε σε καταθέσεις στην επιτροπή του Σ.Ε ανθρώπων που είχαν βασανιστεί από τη Χούντα και κατάφεραν να δραπετεύσουν στην Ευρώπη. Ανάμεσα τους ο Περικλής Κοροβέσης και η ηθοποιός Κίττυ Αρσένη.
[6] Κωστής Γιούργος, ‘Άλλων ο κλήρος’, στο: Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του 67-69, Ποταμός, 2009, σελ.12.
Πηγές εικόνων:
Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του 67-69, Ποταμός, 2009
feature image: Η πόρτα ενός κελιού στο υπόγειο του κτηρίου.
2 Σχόλια