Το Πέραμα- πέρασμα και μοναδική δίοδος από τη στεριά στο νησί της Σαλαμίνας- εμφανίστηκε στο χάρτη της Αττικής, στο δυτικότερο άκρο του αστικού της ιστού το 1926 όταν μεταφέρθηκε εκεί, από τον Αγ. Διονύσιο Πειραιά, η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Πρόσφυγες από τη Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο ήταν οι κάτοικοι που γύρω στο 1928 έχτισαν τα πρώτα αυθαίρετα στην νότια πλαγιά του όρος Αιγάλεω. Κάποια μέτρα πιο μακριά σε μία από τις κορυφές του όρους ήταν το σημείο απ’ όπου ο Ξέρξης θεωρείται πως παρακολούθησε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Γειτονιά εργατικής τάξης το Πέραμα άρχισε να επεκτείνεται, απομονωμένο από τον υπόλοιπο αστικό ιστό, παράλληλα με τη Ζώνη και λόγω αυτής, καθώς όλη η οικονομική δραστηριότητα της περιοχής συνδέθηκε άμεσα ή έμμεσα με τα ναυπηγεία. Εργάτες και τεχνίτες που έφταναν κυρίως από τα νησιά για να εργαστούν εκεί, ήταν οι κάτοικοι του Περάματος. Η δόμηση που ξεκίνησε με τα αυθαίρετα των προσφύγων συνεχίστηκε άναρχα, χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, χωρίς ρυμοτομία. Τα σπίτια, χωρίς χαρτιά, εκτός σχεδίου αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στη βραχώδη και απότομη πλαγιά του βουνού που παρουσιάζει κλίση που ξεπερνά σε ορισμένα σημεία το 30%.
Σ’ αυτή την προσφυγική και εργατική γειτονιά προωθήθηκε η εγκατάσταση 114 συνολικά δεξαμενών πετρελαιοειδών που λειτουργούν στην ανατολική άκρια του Περάματος από το 1964. Τα τεράστια «καζάνια» οριοθετούν την είσοδο στην πόλη και γίνονται το σύμβολο μίας ιδιότυπης όσο και θλιβερής αστικής συνύπαρξης. Το 1965 ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς περιφράσσει την παραλία και αποκόβει τον οικισμό από την ακτή. Μια παράλια περιοχή μετατρέπεται σε μεσόγεια και οι κάτοικοι της χάνουν το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στη θάλασσα.
Ενώ η πολιτεία προχωρά από το 1951 στη μερική έστω ένταξη του οικισμού στο σχέδιο πόλης, στηρίζει συγχρόνως την επέκταση των βιομηχανικών και εμπορευματικών χρήσεων στην περιοχή. Στο Πέραμα η ταξική διάσταση του κράτους βρίσκει την αρτιότερη έκφραση της σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης και σχεδιασμού.
Βόρεια και δυτικά το Πέραμα οριοθετείται από τις απότομες πλαγιές του όρος Αιγάλεω. Νότια ο ιστός σταματά στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και τις εγκαταστάσεις του ΟΛΠ. Ανατολικά οι δεξαμενές καυσίμων, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και το τελωνείο νέου Ικονίου διακόπτουν την αστική συνέχεια και χωρίζουν τον οικισμό από το γειτονικό Κερατσίνι. Το Πέραμα μοιάζει με περιτοιχισμένη πόλη. Μια μοναδική πύλη εισόδου μέσω του οδικού άξονα που διατρέχει τον οικισμό σε όλο το μήκος του, ενώνει την πόλη με τον Πειραιά και καταλήγει στο Πορθμείο για τη Σαλαμίνα.
Κλεισμένο από παντού, με φυσικά όρια αλλά και τεχνητά φράγματα, στο παράμερο άκρο της Αττικής, χωρίς ρυμοτομία ή πράσινο, με την περιβαλλοντική μόλυνση σε επίπεδα πολύ υψηλά, με γειτονιές χωρίς ρεύμα και χωρίς στοιχειώδεις υποδομές ακόμα και σήμερα, το Πέραμα ανέπνεε μόνο μέσα από τη Ζώνη, όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει αυτό. Με τη δραματική κλιμάκωση της κρίσης στις ναυπηγικές εργασίες τα τελευταία χρόνια της οικονομικής ύφεσης, το Πέραμα ασφυκτιά. Η αρχική οικονομική δυσπραγία έχει μετατραπεί πια σε κοινωνική συντριβή.
Για το Πέραμα δεν υπήρχε ποτέ plan B. Όλα ξεκινούσαν και όλα τελείωναν στη Ζώνη. Ολόκληρη η πόλη μοιάζει να χτίστηκε πρόχειρα, όπως, όπως για να βολευτούν οι εργάτες των ναυπηγείων· και έτσι όπως-όπως συνέχισε να αναπτύσσεται για δεκαετίες, δίπλα και γύρω από τα «καζάνια», απέναντι από το φραγμένο παράκτιο μέτωπο, σε μια βραχώδη και αφιλόξενη πλαγιά.
Τώρα που η Ζώνη αργοσβήνει, παρασέρνει μαζί της ολόκληρη την πόλη. Τα δομικά προβλήματα του αστικού ιστού μοιάζουν ακόμα πιο έντονα και πιο ασφυκτικά γιατί τώρα έχει χαθεί το βασικό στοιχείο που γέννησε το Πέραμα και καθόρισε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του για δεκαετίες· έχει χαθεί η δουλειά στη Ζώνη. Σε ένα τόσο πληγωμένο περιβάλλον με σοβαρές παθογένειες και ταυτότητα διαβρωμένη από τη ζοφερή κοινωνική συγκυρία, επιστρατεύτηκε ο συνήθης ύποπτος που φέρνει ακμή στους τόπους, ευημερία στους κατοίκους, τουρίστες και ανάπτυξη. Το Πέραμα απέκτησε Μουσείο.
Στο δυτικό άκρο της πόλης, δίπλα στο Πορθμείο για τη Σαλαμίνα μεταφέρθηκε το Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης που φιλοξενούταν στην Αποθήκη Ε2 στο Λιμάνι του Πειραιά. Το νέο κτήριο του στο Πέραμα κατασκευάστηκε στα πλαίσια του Urban II, ενός κοινοτικού επιχειρησιακού προγράμματος οικονομικής και κοινωνικής αναζωογόνησης υποβαθμισμένων περιοχών, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες στην προοπτική του αστικού τουρισμού. Το πρόγραμμα περιελάμβανε μεταξύ άλλων και μια πολύ-λειτουργική αστική ανάπλαση για το Πέραμα που θα βασίζονταν στη ναυπηγική κληρονομιά της πόλης. Η ανάπλαση θα είχε άξονα ένα υπόδειγμα οικο-μουσείου.
Ο Δήμος Περάματος αδυνατούσε ωστόσο να δημιουργήσει και να λειτουργήσει ένα νέο Μουσείο από το μηδέν. Ήρθε έτσι σε συμφωνία με το Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης, που ιδρύθηκε το 1992 από ελληνικές εφοπλιστικές οικογένειες, ώστε να λειτουργήσουν από κοινού το νέο χώρο που κατασκευάστηκε με κοινοτικά κονδύλια και στόχο την προώθηση της τοπικής ναυπηγικής παράδοσης και την τόνωση της οικονομίας. Τα εγκαίνια του έγιναν τον περασμένο Ιούλιο.
Ο Adorno γράφει πως το μουσείο (museum) και το μαυσωλείο (mausoleum) έχουν περισσότερα κοινά από μια απλή φωνητική σύγκλιση.[1] Στο μουσείο βρίσκονται εκθέματα μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον και την αρχική τους δυναμική ως κομμάτια ενός πολιτισμικού ρεύματος ή μαρτυρίες μιας ιστορικής συγκυρίας. Ο παρατηρητής δε βιώνει την ουσία της συνθήκης που γέννησε το έκθεμα, βλέπει απλά μια μορφή ή μια εικόνα αποκομμένη από την ενέργεια και το μυστήριο που κρύβει η διαδικασία της δημιουργίας της. Η ναυπηγική είναι μια τέχνη ζωντανή που αποτυπώνεται κάθε φορά που κατασκευάζεται ένα πλοίο από το μηδέν και εξελίσσεται μέσα από την παραγωγική διαδικασία. Το ίδιο το ναυπηγείο είναι ο χώρος που διαφυλάττει, εξελίσσει και προωθεί τη ναυπηγική παράδοση.
Χωρίς να υποτιμάται η αξία ενός χώρου έκθεσης που προβάλει τη μακραίωνη ναυπηγική ιστορία της χώρας, είναι το λιγότερο υποκριτικό από τη μία να προωθείται η ναυπήγηση των υπό ελληνική σημαία πλοίων στην Κίνα ή την Κορέα οδηγώντας τα ελληνικά ναυπηγεία στην παρακμή και από την άλλη να ιδρύεται μουσείο προώθησης της ναυπηγικής παράδοσης στο πολύπαθο Πέραμα που αποτελούσε τον πυρήνα της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας και τώρα πεθαίνει λόγω της απουσίας αυτής.
Επιπλέον πρόκειται για ένα κτήριο που κατασκευάστηκε στο δυτικότερο άκρο του ούτως ή άλλως απομονωμένου Περάματος, σε σημείο με προβληματική πρόσβαση και με μία μορφή που χάνεται στο χαοτικό ιστό της πόλης. Ασφαλώς και υπάρχουν στην παγκόσμια αρχιτεκτονική παραγωγή δείγματα μουσειακών συνόλων που αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη για την αναζωογόνηση ολόκληρων πόλεων και αφορμή για να μπουν αυτές στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Πρόκειται όμως για κτήρια τοπόσημα, πολύ μεγαλύτερης κλίμακας, που συνοδεύονται από ένα ισχυρό brand name στο χώρο του πολιτισμού και που μπορούν με τη δυναμική τους να θέσουν σε νέο πλαίσιο την πραγματικότητα της πόλης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δαπανήθηκε ένα τεράστιο ποσό για την κατασκευή ενός χώρου ‘πολιτισμού’ σε έναν τόπο που στερείται βασικών υποδομών και αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα σε επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, περιβαλλοντικών συνθηκών και κοινωνικής ισορροπίας. Ίσως τελικά αυτό που χρειάζεται είναι να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της λέξης πολιτισμός.
Πολιτισμός δεν είναι ένα απομονωμένο Μουσείο που δέχεται με ραντεβού σε έναν υποβαθμισμένο αστικό ιστό με κραυγαλέες παθογένειες. Πολιτισμός είναι ένα υγιές αστικό περιβάλλον, είναι τα σχολεία και οι κατοικίες μακριά από δεξαμενές καυσίμων, το σύγχρονο οδικό δίκτυο, η απρόσκοπτη πρόσβαση των κατοίκων στην ακτή, το καθαρό φυσικό περιβάλλον· πολιτισμός είναι το δικαίωμα στην εργασία και την αξιοπρέπεια.
Κανελία Κουτσανδρέα
[1] Theodor W. Adorno, ‘Valery Proust Museum’, in Prisms, trans. Samuel and Shierry Weber, the MIT Press, 1988.
2 Σχόλια