Φορώ το σκάφανδρό μου και περιφέρομαι
στο ενυδρείο της πόλης.
Οι δρόμοι της όλοι
βρίθουν από δύτες θολών νερών.
Σώματα πνιγμένων που αιωρούνται
αγκιστρωμένα στις πετονιές, δυσκολεύουν την κυκλοφορία.
Άπληστα βλέμματα καραδοκούν, ενεδρεύουν
σε κάθε βήμα. Πραμάτειες φτηνές, δολώματα ευτελή
κι η λεία παγιδεύεται μ’ ευκολία.
Στις κεντρικές διαβάσεις οι πυκνώσεις του πλαγκτού
ωθούνται προς τις χαίνουσες εισόδους των σουπερμάρκετ
– τα χαίνοντα στόματα από αδηφάγα κήτη
εκβρασμένα σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας.
Υπερμεγέθη θηλαστικά που αναμηρυκάζουν
το εισερχόμενο κι εξερχόμενο πλήθος –
Στις ώρες αιχμής ογκώνεται το παλιρροϊκό κύμα.
Η συνεχής αέναη αναταραχή, απ’ την ασίγαστη ΒΟΥΛΙΜΙΑ
του πλήθους. Η απειλή που μεγαλώνει, ο τρύπιος πίθος
η αόρατη «μαύρη τρύπα» που καταπίνει το γαλαξία.
Μελισσάνθη, «Πρωτεύουσα 1980», από τη συλλογή Τα Νέα Ποιήματα, 1974-1984.
Photo: www.panoramio.com
1 Σχόλιο